Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Ξημέρωμα

Σκιές, τέλειες, απλοϊκές.
Ξεκινάει μια άνομη
μα συνάμα ευχάριστη
εναρμόνιση του σκότους
με το φως. Όταν
οι απαλές ρυτίδες της
σκακιέρας

χάνονται από το νοσταλγικό
βλέμμα του αηδονιού. Τότε,
ναι, τότε είναι που μια
χαρμόσυνη είδηση απαντά
στη χαζεμένη μου
σκέψη. Ένα νεύμα χαϊδευτικό
πολεμά να αγγίξει τα
κλαδιά της μυγδαλιάς,
μα δε τα φτάνει.

Φωνές τριγύρω, γλεντοκοπούν
ή σφάζονται. Αγκάθια στεφανώνουν
τους νεόνυμφους που με
τα κατακόκκινα από αίμα
ρουχα των πλαγιάζουν
τραυλίζοντας στον κυπαρισσένιο

τάφο τους. Και οι σκιές γελούν,
μα κλαίνε γιατί θα χαθούν
με το ξημέρωμα ξανά. Σαν
τμήματα ενός γεροδεμένου κορμιού
που από τη βουλιμία έχασε
τον όμορφο σχηματισμό του

έτσι κι αυτές μια μέρα
θα χαθούν. Και δε θα
μείνει τίποτα να τις θυμίζει
παρά το θυμάρι στις
άκρες των δαχτύλων τους που
σκορπά.

Φωτιές κίτρινες, μπλε, άσπρες
Λαμπιρίζουν σαν άστροτσούβαλα
σκόνης να εκρήγνυνται
απανωτά. Το μαύρο, το
άσπρο, το γκρι. Θαρρώ
ένα κύμα λησμονιάς φύσηξε
με τούτο τον απάνεμο
νοτιά.

Χαραγματιές, σκυθρωπά ζωύφια
που τρέχουν να εξαφανίσουν
την ασχήμια τους, τώρα, σαν
φαίνεται στο φως. Και μια
φωνή που ακόμα θρηνεί
ή γελά. Μα το ματωμένο
από ξεσκισμένη σάρκα
νυφικό δεν υπάρχει πλέον,

ένα κακό όνειρο, ίσως. Ένα
δάκρυ, ακόμα ένα και
ένα σεντόνι μουσκεμένο
από τον ιδρώτα…
Πού ναι το νυφικό;
Πώς λέγεται αυτή η

ύπαρξη που λέρωσε την
ακριβή τούτη δαντέλα…
πρέπει να πληρώσει, μα
είναι ακόμα αδύνατο,

αφού η ύπαρξη τούτη
δεν υπάρχει, δημιούργημα
μιας φαντασίας, ή ενός
υποσυνείδητου, συνειδητά
συνυφασμένου με την συνήθεια
ενός συναισθηματικού σωματέμπορα
ονείρων;

Σκιές, λιγότερες, ακόμα πιο
λίγες, σχεδόν καμία. Και
πάνω στο μισοφέγγαρο λάμπει
και χορεύει μια ηλιαχτίδα
ανάσας. Ένα σκουφάκι
πεταμένο στον βρώμικο
δρομίσκο να καρτερεί υπομονετικά
το θάνατο της άπληστης
σάρκας, την απαλλαγή
του νοσηρού σώματος
από το αγριεμένο πνεύμα

μια καρτερική αναζήτηση
της φαινομενικής ανυποταγής
ενός ελεύθερου, μακάριου
τέλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου