Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Αυτόβιο 2

Απόψε, να πιω λίγο
νερό από τα χείλη σου θέλω,
και μετά να αφεθώ
στις προσταγές σου.

Να νοιώσω την θέρμη των
ματιών σου καθώς με
καθηλώνουν με το μαγικό
σου βλέμμα,

και σε μυθικούς τόπους,
να χαθώ με μόνη μου παρέα
την θύμηση της
φωνής σου.

Απόψε, να λιώσω σαν
κερί στην ηδονή των χεριών
σου θέλω, να με πλανέψεις με
ιστορίες και με πειράγματα

να σμίξουν ατάραχες οι
μορφές μας, να χαθούν στην
κιβωτό της στιγμής και να
μας πάνε σε κόσμους αλλαγμένους.

Απόψε, να βουτήξω, γυμνός,
στων ματιών σου την ατελείωτη
θάλασσα θέλω, και να πνιγώ,
ανήμπορος να σου αγγίξω το χέρι.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Αυτόβιο

Απόψε να αγκαλιάσω το
θάνατο ποθώ και έρωτα να
του κάνω στης μαύρης νύχτας
μου το ακούσιο ξημέρωμα.

Με αίμα να χαράξω απ’
τις φλέβες μου το όνομα
μου στους σκοτεινούς σου
ανέμους. Και με φιλιά να

πλαγιάσω με το παγωμένο σου
νεκρώσιμο πένθος. Να σε χαϊδέψω
τρυφερά και με φως και με
δροσιάς χαιρετισμό να σε
υποδεχτώ, να σε νοιώσω

μέσα μου, να κυλάς, έτσι,
όπως μόνο εσύ ξέρεις, βαθειά μέσα
στο σώμα μου και με την λαχτάρα
που μόνο για σένα νοιώθω να

έρθω κοντά σου, απόψε θέλω
με θάνατο να χαράξω το
όνομα μου στην σκακιέρα της
πραγματικότητας, και με

δυό λέξεις να χαθώ
από την ύπαρξη, να
αγκαλιάσω την ανυπαρξία,
και να πλαγιάσω με

την αθανασία σου, θάνατε,
να σε χαϊδέψω με όλη μου
τη θέρμη και όλο μου τον
ενθουσιασμό. Είσαι πια τόσο
κοντά μου, το νοιώθω.

Σε βλέπω να πλησιάζεις, σε
ακούω σε κάθε μου σκέψη,
μυρίζω την θανατήλα σου
με κάθε μου ανάσα και
σε προσμένω σαν φιλαράκι

παιδικό, να έρθεις να σβήσεις
τους μαύρους κύκλους από τα
εικοσιδυάχρονα μάτια μου, να
έρθεις να σκοτώσεις τις σκέψεις

που κάνω για σένα από το
πρωί που ξυπνώ, σε προσμένω
σαν αστραπή, να ξαναδώσεις
ζωή στα νεανικά μου χρόνια

και να με λατρέψεις, να
με συμβουλέψεις, σαν στοργικός
πατριός, με μοίρα στα χέρια σου
και λιβάνι στον αιθέρα που

σε περιβάλλει, να μυρίζει
και να με πλανεύει στη
ζάλη της εθελουσίας εξόδου
μου, που το νοιώθω, … πλησιάζει..

Χωρίς τίτλο

Κρύβομαι βαθειά μέσα σου και
αφουγκράζομαι τις κοφτές
σου σπιθαμές αναπνοής.
Η φυγή σου σκαλίζει αργά
και ανάλαφρα τις στιγμές
μου. Και οι ανάγκες που
υποκύπτουν σε σένα.

Θυμός και ανακούφιση. Παραμιλητό
και μαρτύριο φυλακισμένων
ψυχών οι μικρές αθόρυβες
ιαχές των βουνών, οι άπληστες
μυθοπλασίες της φαντασίας,

μεγαλώνουν, και ανθίζει μέσα
τους ο σπόρος της ακολασίας.
Στις βρώμικες παρόδους, γεμάτες
γλίτσα και καπνό, η σαβούρα
της υποτιθέμενης ανθρωπότητας

έχει μαζευτεί, έχει μεταμφιεστεί σε
κλόουν, γελωτοποιοί, που χαζεύουν
το νου και τον πλανούν σε
εικόνες, σε οράματα θριάμβου και
καημού. Κλούβιες οι ιδέες
ζέχνουν το θάνατο.
Σπαρταράνε έτοιμες να
ψοφήσουν, μόνες, στον κάδο
των σκουπιδιών, και σεις

προσπαθείτε με όλη σας τη ζωή,
με την ευρηματικότητά σας όλη,
τεχνητές αναπνοές για να
τις φέρετε πίσω. Μα βρωμάνε.
Και φέρνουν μαζί τους τις
αρρώστιες των σκουπιδιών σας,
κουβαλάνε τα σκατά του μυαλού
σας και σεις δεν βλέπετε

τα σκουπίδια γιατί τα χετε
συνηθίσει για ζωή. Δεν μυρίζετε
το βόθρο που φτιάξατε γιατί είναι
μέσα σας. Απόβλητη η ζωή
προσπαθεί να επιβιώσει, μελανιασμένη
από τις μπουνιές που της
δίνετε με τα φλόρικα χέρια
σας.

Της σκουρόχρωμης νύχτας το
έλα επισκιάζουν οι σκέψεις,
ακροβατούν οι μοίρες με τα δώρα
της γέννας, μητριές ξοστρακισμένες
από το σκέπτεστε, αποφάσεις
του παρόντος θιάσου, και μοιρολατρικές
οι συγκυρίες που παίζουν

ολομόναχες στα απόκρημνα βράχια
της λογικής. Με πόνο στο
κεφάλι τις περιμένω να σακατευτούν
με αγωνία, να γίνουν χίλια
κομμάτια, σκονάκια και
χαμός. Να χαθούν
με μυτιές.

Σκόρπισαν στο ναδίρ των
ευχών μας, διαλύθηκαν
στο τώρα μας, ένα με τα
χρώματα του τόξου του
ουράνιου λαμπιρίζουν τώρα
ξεχασμένες και θρυμματισμένες.