Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Κάποιοι…

Μου αρέσει να παρατηρώ
τους ανθρώπους. Να χαζεύω
το βλέμμα τους, να προσπαθώ
να μαντέψω τι σκέφτονται.

Το πρωί κάποιοι έρχονται
κρατώντας ένα ποτήρι καφέ,
καυτό, προσπαθώντας να μην
τον χύσουν. Κάποιοι
έρχονται με φόρμες και
καπελάκι, οι περισσότεροι
σήμερα, φοράνε ζακέτες
γιατί αν και
Νοέμβρης είναι αρκετά
ζεστά ακόμα.

Και οι ζακέτες τους
έχουν κουκούλες. Κάποιοι
έρχονται μόνοι τους,
κάποιοι έρχονται με
παρέα, κάποιοι σου
μιλάνε, και κάποιοι
σε κοιτάζουν σκεπτικοί.

Κάποιοι έχουν μακριά
μαλλιά, κάποιοι κοντά,
κάποιοι ξανθά, κάποιοι
είναι μελαχρινοί. Άλλοι φοράνε
γυαλιά, άλλοι όχι. Κάποιοι είναι
έλληνες, κάποιοι όχι,
κάποιοι χαμογελάνε.

Κάποιοι κρατάνε στυλό και
γράφουν σημειώσεις, κάποιοι
είναι ντυμένοι με μαύρα,
κάποιοι με χρώματα. Οι
περισσότεροι με μαύρα.

Κάποιοι συμμετέχουν στο
ζωηρό ψίθυρο της αίθουσας,
κάποιοι άλλοι όχι. Κάποιοι
τεντώνονται, κάποιοι δαγκώνουν
το καπάκι από το στυλό.

όλοι για κάποιοι λόγο είναι
εδώ μαζεμένοι. Δεν είναι ο ίδιος.
Μπορώ να αισθανθώ τη
δίψα για γνώση, την
ανάγκη για αναγνώριση,
την λύσσα για χρήμα. Όλα
μαζί σε ένα συνονθύλευμα
από εικόνες, όνειρα που
από το νου τους έρχονται
στα μάτια μου.

Πλανούνται οι εικόνες
μα μπερδεύονται. Ακούω
φωνές δυνατές, αντρικές,
γυναικείες, να διηγούνται ιστορίες,
να λένε ανέκδοτα, να γελάνε.
Μια έντονη προσπάθεια να
είναι μέλος της αγέλης, να
κοινωνικοποιήσουν τους φόβους τους,
τις ανασφάλειες τους, Μυρίζονται
τους φόβους, είναι σε αγέλες,
όπου η ανασφάλεια του ενός
καλύπτεται από τα υπόλοιπα
μέλη. Κάποιες αγέλες
είναι ανοικτές, μα κάποιες
κλειστές, κάποιες σε χαιρετούν
με χαμόγελο και κάποιες σε
αγνοούν. Κλείνονται στο μικρόκοσμό
τους για να προστατευθούν
από τον επερχόμενο κίνδυνο.

Η νοημοσύνη του ανθρώπου, εκτός
από το χάρισμα που του έδωσε,
του να απορεί, του έδωσε και
την κατάρα να είναι δέσμιος στις
πρωτόγονες τεχνικές επιβίωσης που
έχει εφεύρει. έτσι αναγνωρίζει τα
συναισθήματα, τους φόβους, τα ένστικτα
και τις ανασφάλειες. Με βάση τα
αρχέγονα ένστικτα της επιβίωσης.
Και όσο το μυαλό κοινωνικοποιείται

τόσο λειτουργεί σαν υποεπίπεδο
μιας κοινής συμπεριφοράς,
νομίζει τους ανθρώπους,
για κυνηγούς. Έχοντας κτίσει
μια κοινωνική κλειστή αγέλη,

βλέπει τον εξωτερικό παράγοντα
σαν εχθρό που θα του στερήσει
την ανάγκη να έχει μια μικρή
αποκλειστικότητα.

Και μετά είναι η εικόνα,
άλλη εύθυμη, άλλη καταθλιπτική,
άλλη απλά νοσταλγική. Όλα μαζί
στο ίδιο καζάνι. Πολλές εικόνες,
κάθε δευτερόλεπτο μεταβάλλονται,
και συμπληρώνονται από διαφορετικούς
ήχους. Σαν βίντεο σε προβολέα
χάρτινο, τσαλακωμένο, αντανακλά
το φως διαφορετικά από κάθε
γωνία. Όσο πιο κοντά είσαι τόσο
πιο καλά βλέπεις ένα πολύ μικρό
κομμάτι, μα δεν βλέπεις τίποτα άλλο
καθαρά. Μακρύτερα σαν είσαι
τόσο περισσότερο βλέπεις, μα δεν
ακούς τις φωνές, ούτε νοιώθεις τον
παλμό την ενιαίας κίνησης.

Επιβλητικές μορφές κάθε μια
με διαφορετική όψη σε κάθε
γωνιά. Είναι το φως που
φταίει γι αυτό. Είναι το
φως που σε προκαλεί να
αποδεχτείς ότι κάνεις
λάθος βλέποντας με τα μάτια
σου. Κάθε σκιά, αλλάζει
μέγεθος, αλλάζει υφή, αλλάζει
μορφή ανάλογα με τον τρόπο
που την κοιτάς. Είναι απλά
η έλλειψη του φωτός ή είναι
η ύπαρξη του φωτός κάπου
αλλού. Μικρές, κοφτές αναπνοές,

καθαρίζουν το υπόλοιπο της ημέρας.
Ραγισμένοι τοίχοι έρχονται να
βοηθήσουν στην πλάνη που
λέγεται εικόνα. Η εικόνα που,
αντανακλά το μυαλό μας για μας,
είναι ανούσια, διότι ποτέ δεν
συμβαδίζει με τον τρόπο που
μας βλέπουν οι άλλοι, με τον τρόπο
που βλέπουμε εμείς το ραγισμένο
καθρέφτη.

Το φως πέφτει από παντού σ' αυτή
την αίθουσα. Το άρωμα που
φορώ σήμερα μου αρέσει
περισσότερο από το χθεσινό.
Σταματάω να σκέφτομαι, και
συνεχίζω με αγονία να
παρατηρώ τους ανθρώπους.

Νυχτερινές σκέψεις

Μου λες πως οι στίχοι
πρέπει να ναι τέλειοι ,
πως πρέπει να είναι αέρινοι
και να σε γεμίζουν χαρά.

Μα η ποίηση δεν είναι τέλεια
σου λέω εγώ. Είναι το ελάττωμα
των ανθρώπων που κυνηγούν
το τέλειο. Μα οι άνθρωποι
δεν είναι τέλειοι. Χαρίζουν
ανάσα στο σκοτάδι και έχουν
τους στίχους ενός μελαγχολικού
ποιήματος για αναπτήρα. Και

προσπαθούν να διακρίνουν
μέσα από τη βουή, μέσα
από τη σιωπή, προσπαθούν
να μάθουν πράγματα καινούρια
να λιώσουν ένα κερί
πίνοντας ένα ποτήρι κόκκινο
κρασί, χειμώνα, με παραμύθια
να γεμίσουν το νου τους,
με φώτα και με αλλοιωμένες εικόνες
να φτιάξουν μια πραγματικότητα
που επιθυμούν, αλλά δεν τολμούν.

Να, με στοιχειώνουν πάλι,
τα ποιήματα. Έρχονται μια
στιγμή που πολλοί από
εμάς μυρίζουμε το χαρτί
για να δούμε τι άρωμα
έχουν τα λόγια. Ακουμπάμε
το αυτί μας στα γράμματα
για να νοιώσουμε τους κραδασμούς
της καρδιάς όταν τα λόγια
γράφονται, γίνονται ουσία
πάνω στο κιτρινωπό χαρτί.

Ψηλαφώ τις λέξεις σαν
να είναι άνδρας ώριμος,
σαν να νοιώθω, θαρρώ τα γένια του
ανάμεσα στα δάχτυλά μου,
προσπαθώ να τον φιλήσω.

Μάταια. Μια στιγμή , μια μικρή
παύση , στο αέρα υπάρχουν διάσπαρτα
τραγούδια του Άσιμου, να μου θυμίζουν
τους κροκανθρώπους, την άλλη όψη
της ύπαρξης . Σκιερά βήματα ηχούν
πίσω από την πόρτα μου. Είσαι κάποιος
φίλος, ή είναι απλά η ιδέα μου;

Για την ποίηση…

Ξανά σε σένα επιστρέφω,
σαν το νερό, σαν τη
βροχή στο χώμα. Και
τώρα πια καταλαβαίνω
το γιατί. Το καταλαβαίνω
τόσο που φαίνεται
ανόητο πλέον.

Εσύ ένα δόγμα τόσο
θεμελιώδες για μένα! Μα
τόσο πολύ μ’ αγαπάς! Μου
μοιάζει πλέον τόσο
τρυφερή αυτή μας η
σχέση. Να σε χαϊδεύω τόσο
με τα δάχτυλα μου και
συ, απλά με την πρώτη
σου

ανάσα να με κάνεις να
τελειώνω. Να με κρατάς
σε εγρήγορση συνεχώς και
να μου ψιθυρίζεις στο αυτί
τα μυστικά σου. Όχι όλα
μαζί, μα λίγα-λίγα! Σαν
τις απαλές μικρές τελευταίες
σταγόνες της βροχής που
μόλις σταμάτησε. Και συ
μόλις που ξεκίνησες να με
εξουσιάζεις με την τρέλα σου
με το άρωμά σου, με την θολή
σου την ματιά. Σε αγαπώ,

γιατί μόνο εσύ ξέρεις πότε
πρέπει να είσαι εκεί και να
με κοιτάζεις κατάματα και πότε
να με αφήνεις μόνο να σε
νοσταλγώ!

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Η Αραχνούλα

Σαν βλέπω το μικρό
άδειο ποτήρι, θαρρώ
είναι έξι το πρωί,
με πιάνει μια μελαγχολία
η οποία με ακολουθεί
για το υπόλοιπο της
μέρας.

Σαν με επισκέπτεται αυτή η
μικρή μαύρη αραχνούλα, με
κοιτάει με τα νωχελικά της
μάτια και δειλά-δειλά αγγίζει
τα ακροδάχτυλα του χεριού μου,

νοιώθω σαν ένα νήμα να με
έχει εγκλωβίσει στο μικρόκοσμό
της. Είμαι βουνό για εκείνη,
ένα πράγμα περίεργο, τρομακτικό
που συνεχώς κινείται. Ακούει
την καρδιά μου σα σεισμό
που θέλει να γκρεμίσει
το μικρό της σπιτάκι.

Νοιώθει την ανάσα μου
σαν άνεμο που προσπαθεί να
την πετάξει μακριά.

Και όσο προσπαθεί να
μην λυγήσει στην μοίρα
της που την οδήγησε
κοντά σε ένα τέρας,
τόσο εγώ χαζεύω το
σκουριασμένο, άδειο ποτήρι

που περιμένει για μια
ακόμα μέρα να χαθεί
και να χαρίσει ζωή στην
άχρηστη γυάλινη θήκη
της μοναξιάς.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Μπλε καρέκλα

Άφησα το βλέμμα μου
να περιπλανηθεί απόψε,
που το φεγγάρι
είναι λευκό ακόμα
και χαρίζει ταπεινό
το ημίφως του,

και το μόνο που
αντίκρισα ν’ αξίζει
ήταν μια φτηνή καρέκλα,
σιδερένια με μπλε
μαξιλάρι, πολύ κακόγουστη.

Ο νους μου ακούμπησε
για λίγο πάνω σου
και η σκέψη μου
έκανε φτερά.

Για κάποιον σε πέρασα
για μια φωτιά που
απαιτεί..

Ήσουν, όμως μια
φτηνή μπλε καρέκλα,
όπως φτηνός ήταν κι
αυτός που έψαχνα.

Χαράμισα έτσι μια
στιγμή να την κοιτάω,
καθώς την προσπέρασα
προσπερνώντας το τίποτα..

Και καθώς πέρασα
δίπλα της την χάιδεψα

στη ράχη.

Και φεύγοντας
ξαναγύρισα σε σένα
το βλέμμα μου.

Το ήξερα, τούτο
όμως ήταν που
το ασυνείδητο,
για ακόμη μια φορά,
πολύ πιο έντονο…

Έτσι ήταν όλοι εκεί,
ήμουν μόνος.

Ξημέρωμα

Σκιές, τέλειες, απλοϊκές.
Ξεκινάει μια άνομη
μα συνάμα ευχάριστη
εναρμόνιση του σκότους
με το φως. Όταν
οι απαλές ρυτίδες της
σκακιέρας

χάνονται από το νοσταλγικό
βλέμμα του αηδονιού. Τότε,
ναι, τότε είναι που μια
χαρμόσυνη είδηση απαντά
στη χαζεμένη μου
σκέψη. Ένα νεύμα χαϊδευτικό
πολεμά να αγγίξει τα
κλαδιά της μυγδαλιάς,
μα δε τα φτάνει.

Φωνές τριγύρω, γλεντοκοπούν
ή σφάζονται. Αγκάθια στεφανώνουν
τους νεόνυμφους που με
τα κατακόκκινα από αίμα
ρουχα των πλαγιάζουν
τραυλίζοντας στον κυπαρισσένιο

τάφο τους. Και οι σκιές γελούν,
μα κλαίνε γιατί θα χαθούν
με το ξημέρωμα ξανά. Σαν
τμήματα ενός γεροδεμένου κορμιού
που από τη βουλιμία έχασε
τον όμορφο σχηματισμό του

έτσι κι αυτές μια μέρα
θα χαθούν. Και δε θα
μείνει τίποτα να τις θυμίζει
παρά το θυμάρι στις
άκρες των δαχτύλων τους που
σκορπά.

Φωτιές κίτρινες, μπλε, άσπρες
Λαμπιρίζουν σαν άστροτσούβαλα
σκόνης να εκρήγνυνται
απανωτά. Το μαύρο, το
άσπρο, το γκρι. Θαρρώ
ένα κύμα λησμονιάς φύσηξε
με τούτο τον απάνεμο
νοτιά.

Χαραγματιές, σκυθρωπά ζωύφια
που τρέχουν να εξαφανίσουν
την ασχήμια τους, τώρα, σαν
φαίνεται στο φως. Και μια
φωνή που ακόμα θρηνεί
ή γελά. Μα το ματωμένο
από ξεσκισμένη σάρκα
νυφικό δεν υπάρχει πλέον,

ένα κακό όνειρο, ίσως. Ένα
δάκρυ, ακόμα ένα και
ένα σεντόνι μουσκεμένο
από τον ιδρώτα…
Πού ναι το νυφικό;
Πώς λέγεται αυτή η

ύπαρξη που λέρωσε την
ακριβή τούτη δαντέλα…
πρέπει να πληρώσει, μα
είναι ακόμα αδύνατο,

αφού η ύπαρξη τούτη
δεν υπάρχει, δημιούργημα
μιας φαντασίας, ή ενός
υποσυνείδητου, συνειδητά
συνυφασμένου με την συνήθεια
ενός συναισθηματικού σωματέμπορα
ονείρων;

Σκιές, λιγότερες, ακόμα πιο
λίγες, σχεδόν καμία. Και
πάνω στο μισοφέγγαρο λάμπει
και χορεύει μια ηλιαχτίδα
ανάσας. Ένα σκουφάκι
πεταμένο στον βρώμικο
δρομίσκο να καρτερεί υπομονετικά
το θάνατο της άπληστης
σάρκας, την απαλλαγή
του νοσηρού σώματος
από το αγριεμένο πνεύμα

μια καρτερική αναζήτηση
της φαινομενικής ανυποταγής
ενός ελεύθερου, μακάριου
τέλους.

Ξημέρωσε, πάλι

Κάνει κρύο. Τα σκυλιά γαβγίζουν πάλι
Είναι νύχτα. Κι εγώ σε περιμένω. Μέσα στην κρυφή
φυλακή μου σκέφτομαι τα λόγια
σου. Λόγια του αέρα, λόγια της
βροχής. Πράξεις σαν χαλάζι χοντρό
που πέφτει όταν έχει κρύο.
Κι εγώ, μένω πάλι εδώ, να σε περιμένω.

Μου είχες δώσει κάποτε μια
Υπόσχεση. Πολλές υποσχέσεις.
Μα πάλι εσύ φεύγεις, χωρίς να
σκεφτείς μήπως κάνεις λάθος.
Μια φωνή σε φωνάζει να
μην φύγεις. Δεν είναι η δική
μου. Το φως κλείνει. Τα φώτα
κλείνουν. Και πάλι σιωπή. Μόνο
τα σκυλιά γαβγίζουν στο πέρασμά σου.
Δεν είσαι πια μόνος. Ή έτσι νομίζεις.
Κι εγώ, μένω πάλι εδώ, να σε περιμένω.

Η μουγκή νύχτα φεύγει. Φοβάται το φως.
Όπως κι εσύ. Φοβάσαι να κοιτάξεις
τη φωτιά στη σπηλιά γιατί είσαι δειλός.
Απλά κλείνεις τα φώτα και φεύγεις.
Σέρνεις πίσω σου ερείπια και χαλάσματα,
ανθρώπους, όχι ζώα. Εκεί που είσαι, καλά να
είσαι. Μη σκέφτεσαι τίποτα. Μόνο
μην χτυπήσεις το κουδούνι. Θα τους ξυπνήσεις. Πάλι.
Κι εγώ, μένω πάλι εδώ. Δεν σε περιμένω, πια.

Μικρά κόκκινα μάτια

Ξάπλωσα για σένα σε ένα πουπουλένιο πάπλωμα
έτσι, απλά για να χαζέψω τις
φωτιές που πετάγονται από τα μάτια σου..


μικρές σαν τα λεπτά σου δάχτυλα,
μεγαλειώδεις σαν το δυνατό σου κράτημα,
έτσι όπως με μεγαλώνεις, τα λόγια που
κάθε τόσο βγαίνουν από αυτά τα γλυκά
χείλη που τόσες φορές έχουν πλησιάσει τα
δικά μου...


χωρίς αναστολές, έτσι, σαρκα που αψιφά
τα όμορφα συναισθήματα, σαν χοντρές σταγόνες
βροχής που με φόρα γκρεμίζονται από του ήλιου
τον οίκο, με γκρεμίζεις...


και γκρεμίζεσαι και συ
χωρίς να το γνωρίζεις..

Φόβος κυριεύει τα φλογισμένα σου όνειρα
και με καλείς να τα προστατέψω, όσο
καλύτερα μπορώ, να φυλάξω την ψυχή σου
σε δύο μικρά, γαλανοπά φτερά..

Ένας άγγελος, ένας δαίμονας

Ένας άγγελος, ένας δαίμονας...

‘Ένα σώμα… ‘Όταν δύο
οντότητες σαν μια μοιάζουν
και η αγάπη αγγίζει τη
μια μόνο, τότε είναι
ο δαίμονας που αγγίζει
τον άγγελο.

Δύο φωνές που ραγίζουν
σαν μιλούν η μια για
την άλλη.. και πονούν
φοβούνται.

Ένα μυαλό που σκέφτεται
και ένα σώμα που μιλάει…
Κι όμως έχει υπάρξει αυτό
το τέλειο συναίσθημα…

Και δάκρυα που τρέχουν
από το ένα μάτι σου…
και λυγμοί που ακούγονται
μόνο στην ψυχή μου…

Είναι δικά μου.. τόσο μακριά,
τόσο κοντά.. Τόσο ίδιοι,
τόσο διαφορετικοί..

Σε αγκαλιάζω, δεν είσαι
εσύ αυτός που μου ζητάς
τα πάντα.. Ένα τίποτα.
Και πονάς, πονάω και εγώ..
Δεν μπορώ να σου δώσω ότι
έχω, κ’ εσύ μου δίνεις
ότι

μπορείς. Είμαστε

και οι δύο τόσο ίδιοι, μια
σκιά, μια φωνή.

Και τώρα που ξέρω πως
σ’ αγαπώ, ποτέ δεν το
ήξερες, ποτέ δεν θα το
μάθεις.

Σε νοιώθω τη νύχτα και
τη μέρα κοντά μου και
σκοτεινιάζουν τα όνειρα
μου…
Σε θέλω σαν σκιά
φωτεινή που θολώνει του
απείρου το πέρασμα.

Μια αιωνιότητα, μια
ζωή άνομβρη που δεν
είναι σαν την προηγούμενη.

Δευτέρα πλέον, ακόμα τα
ίδια συναισθήματα…

Κι όμως.. δε φταις εσύ
ούτε κ εγώ. Ποιος;
Ποιος καθορίζει αυτά που
νοιώθουμε αλήθεια;

Υπάρχει κάτι στο βουνό;
Υπάρχει κάτι στις σκιές;
Υπάρχει κάτι στο βούρκο…;

‘Η μοναχά οι άνθρωποι
που ζητάν σε μια βραδιά
να αισθανθούν ένα κομμάτι
κρέας;

Υπήρχες εσύ για μένα ή
ήσουν μια ουτοπία;

Απορώ με τον εαυτό
μου που σε σκέφτεται
ακόμα σαν να ήσουν
μια λάμψη, ένα τόξο ουράνιο,
πολύχρωμο, μα συνάμα βουβό…

Και χωρίς εσένα.. δεν ζω…
Μοιρολογώ τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα
που ένοιωθα την ανάσα σου.

Για μια αιωνιότητα γιατί να
ζω, αν ζω χωρίς την πνοή σου;

Θλίβομαι….

Δακρύζω.. Αγαπάω…
Νοιώθω ό,τι μπορώ να
νοιώσω.. και λίγο
παραπάνω…

Αφού η νύχτα για τα
καλά έπεσε…
Το μόνο φως που νοιώθω
κοντά μου είναι των
κεριών..

Σε θυμίζουν, μες τα σχήματα
που γλύφουν το χαρτί..

Σαν ένα σώμα… ένας
άγγελος και ένας δαίμονας.
Αν αγαπηθούν κάνουν
έναν

άνθρωπο….

Πριν Το Πρωί

Φως είναι αυτό που
τόσο λίγο ξεφεύγει τη
μαύρη ροή του
χωροχρόνου. Εκεί στο
απάνεμο κενό, τα
χρώματα μπερδεύονται

Το άσπρο μπλέκει με
το μαύρο, κίτρινα και
κόκκινα χάνονται μαζί
φλόγες μπλε γίνονται
πράσινες και καίγονται
με σκόνες.

Δύο χρώματα κυριαρχούν
στις σιωπηλές ανούσιες
σκιές. Το κόκκινο το
πράσινο. Ξινό, πικρό μα
τελικά σου καρφώνεται
σαν πέτρα μυτερή στο
πίσω μέρος του κεφαλιού
σου. Και περιμένεις την
επόμενη φορά.

Κι όμως, μόνο του δεν
δεν είναι τόσο ωραίο γιατί
κάτι λείπει από την
χλωμή υφή σου.

Μμμ… αυτή η
άσπρη σκόνη, που
κρυσταλλάκια είναι πριν,
μέσα στο άοσμο υγρό
σου την πετάξουμε.

Γλυφό, αλλά χωρίς
αλμύρα, με τόσο γλυκιά
γεύση, τόσο εύμορφο
που σε τρελαίνει να το
χαζεύεις και μόνο. Αναδύει
μια τόσο χαλαρή και
γήινη μυρωδιά.

Και τότε, το μόνο
που μένει είναι να
μπερδέψεις τις δύο αυτές
μυρωδιές. Ήρθε η στιγμή
του τελετουργικού. Τώρα
είναι το πιο σημαντικό
μέρος της δημιουργίας.

Σαν άγγιξε η πρώτη
σου σταγόνα το σαν
φωτιά κατακόκκινο υγρό,
νοιώθω ήδη την ύπαρξή
μου να αδημονεί για
μια σου σταγόνα, αυτή
την πρώτη.

Αγγίζω τις μυρωδιές
και τις χαϊδεύω πρόστυχα.
Είναι σαν να ξεκινάει ένα
όργιο , όπου όλα επιτρέπονται
με όμορφα αγάλματα στητά
και σκληρά, άκαμπτα, που
σιγά-σιγά ο έρωτας λυγίζει.

Μπερδεμένα τα λόγια, μπερδεύονται
ακόμα τα υγρά. Σχεδόν
έχει τελειώσει το τελετουργικό που
μέλει να γεμίσει τούτη τη
σκοτεινιά με περισσότερο φως.
Περισσότερα φώτα και χρώματα
περίεργα και σκούρα. Της
φαντασίας, σκηνές και τέρατα,
γίνονται ένα.

Και τώρα είναι που
αρχίζει η μαγική μαεστρία.
Με την πρώτη γουλιά, ο
νους ξεκινάει να ενοποιείται,
δεν ξεχωρίζει το φανταστικό
ή το πραγματικό. Όλα είναι
ένα, μια σκέψη, μια ρουτίνα,
μια ιστορία.

Φωνές στο κεφάλι, εξακολουθούν να
σε οδηγούν, εκεί που φοβάσαι
να πας μόνος σου. Σε
μεταφέρει σε κόσμους που δεν
φοβάσαι τη σκιά σου, σε φίλους
που δεν υπάρχουν.. Αγγίζεις
μυρωδιές που άλλοτε αγνοούσες.
Και τότε αρχίζει το ταξίδι
αυτό που μόνος σου πηγαίνεις,
ακόμα και με παρέα..