Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Η λιπόθυμη έγκυος

Αυγουστιάτικα, μες την αφόρητη ζέστη του Πειραιά, ανάκατα η βρωμιά του λιμανιού και η οσμή του αέρα με έκαναν να μην μπορώ να ανασάνω σχεδόν. Περπάτησα απρόθυμα μέχρι τη στάση του λεωφορείου μου και πάλευα να βρω μια σκιά να γλυτώσω από τη νάρκωση του ήλιου. Μέχρι που την είδα να πλησιάζει.

Την βλέπω να έρχεται αργά αργά, με ακανόνιστα βήματα, παραπατώντας εδώ και κει, μάλλον χωρίς να το καταλαβαίνει. Με έπιασα να καρφώνω το βλέμμα μου στην τεράστια κοιλιά της, που κουβαλάει απ’ ότι φαίνεται ένα πλάσμα ολοκαίνουριο, βασανισμένο. Πλησιάζοντα με, προσπάθησα, χωρίς να το σκεφτώ, να μην εμποδίσω το πέρασμά της και ίσως να παραχωρήσω λίγο από τη σκιά μου. Μα τελικά δεν χρειάστηκε γιατί πριν καν έρθει αρκετά κοντά μου, με μια απότομη και μαζί βαριεστημένη κίνηση, μια κίνηση η οποία δεν περιέχει καθόλου την έννοια της στοργής μέσα της, ακανόνιστη, ατσούμπαλη και κάποιος θα έλεγε επικίνδυνη, αράδιασε το σώμα-δοχείο της στο σιδερένιο παγκάκι της στάσης.

Για μια στιγμή, έπιασα τον εαυτό μου να αποστρέφει το βλέμμα του από το άτομο αυτό που ήταν μπροστά μου αδύναμο και θλιβερό, πιθανότατα για να με προστατέψω από την θλίψη. Μα μια δεύτερη ματιά στην αύρα που εξέπεμπε με προκάλεσε να προσπαθήσω να δω μέσα της. Να μπορέσω να διακρίνω πίσω από τα βαμμένα ξανθά της μαλλιά, που έχουν αρχίσει να χάνουν το τεχνητό τους χρώμα και φαίνεται η καστανόχρωμη ρίζα, τις σκέψεις της αν έχει μείνει καμία ζωντανή. Η στενή ριγέ κοντομάνικη μπλούζα της, με τις ρίγες οριζόντιες, που συνδυάζει άχαρα το πορτοκαλί και το πράσινο, τρύπια σε κάποια σημεία, αφήνει να φαίνεται το σκούρο μπλε φανελάκι που φοράει από μέσα. Το κεφάλι της, σκυμμένο να καρφώνει το πεζοδρόμια ανάμεσα στα πόδια της είχε ήδη αρχίσει να βαραίνει από την στιγμή που κάθισε. Στο περίεργα διαμορφωμένο σώμα της, που είσαι σίγουρος πως αν δεν ήταν έγκυος θα ήταν κοκαλιάρικο, κολλάει το στενό μαύρο κολλάν της, που καλύπτει εντελώς τα αδυνατισμένα πόδια της και πέφτει πάνω στα κακόγουστα τσόκαρα που φοράει από κάτω. Σε μια προσπάθειά της να δώσει λίγο στυλ στην εικόνα της, έβαψε πορτοκαλί τα νύχια των ποδιών και των χεριών της, πράγμα που με έκανε να ξανακοιτάξω την κολλητή ριγέ μπλούζα. Μου θυμίζει τόσο έντονα τις μπλούζες των φυλακισμένων, όχι των κανονικών, των φυλακισμένων στα κόμιξ.

Στα πόδια της φοράει τα δύο βαριά τσόκαρα, παλιομοδίτικα και άβολα μπορώ εύκολα να υποθέσω. Έχουν γυρίσει οι μύτες τους και κοιτάζουν η μια την άλλη, αφήνοντας αρκετό χώρο ανάμεσά τους , μιας και τα πόδια της είναι ανοιχτά, σαν να ελπίζει να φύγει από μέσα της το βάρος, να εξαφανιστεί η απαίσια κοιλιά της. Το δέρμα της, καστανό, σαν ψημένο καλά από την καθημερινή του έκθεση στον ήλιο, φαίνεται τραχύ και βρόμικο, τόσο βρόμικο όσο και τα μαλλιά της, που πρέπει να παραμελεί τακτικά. Το πρόσωπό της δεν μπορώ να το δω, δεν φαίνεται καλά από εδώ έτσι όπως έχει πέσει ανάμεσα στα λεπτοκαμωμένα της πόδια. Τυλιγμένη γερά γύρω από το στήθος της είναι μια τσάντα που έχει μέσα τα απαραίτητα, καπνό, φιλτράκια, χαρτάκια.

Καθισμένη μόνη της στο σιδερένιο παγκάκι της στάσης, δεν πιστεύω καν να περιμένει κάποιο λεωφορείο, αγνοεί τα βλέμματα απέχθειας, τις ματιές αηδίας και τους στεναγμούς της λύπησης που την περιτριγυρίζουν. Δεν είναι ικανή να αντιλήφθη τους ψιθύρους απαξίωσης και εχθρότητας που της επιτίθενται διαρκώς. Και ενώ στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί, ήρθα οι κινήσεις της και ένα απότομο τίναγμα του κεφαλιού της να μου φανερώσουν την πραγματική της ταυτότητα. Ένας ξαφνικός κόμπος στο στομάχι μου δείχνει αυτό που φοβάμαι, αυτό που υποψιάζομαι ήδη. Μου φανερώνει πως στα χέρια της που κείτονται σαν νεκρά μέλη δεξιά και αριστερά βρίσκονται σημάδια τρομακτικά, σημάδια τραγικά και απάνθρωπα για το πλάσμα που κουβαλάει. Στα χέρια της, που προσπαθούν με αδύναμες κινήσεις και με σπασμούς ακούσιους να στρίψουν ένα τσιγάρο, βλέπω την οδύνη, και την δική της και την δική σου μικρό.

Μετά από πολλές προσπάθειες, και πολλές αποτυχίες, καταφέρνει να στρίψει το τσιγάρο που τόσο πολύ φαίνεται να χρειάζεται τώρα. Μα το χέρι της δεν την βοηθάει, γιατί πλέον έχει πέσει παράλυτο αφήνοντας το τσιγάρο που με τόσο κόπο ετοίμασε να χαϊδεύει το βρόμικο πεζοδρόμιο. Ακίνητη και με το κεφάλι της πεσμένο άκομψα κείτεται σαν νεκρή μπροστά μου. Και εσύ μικρό, μάλλον δεν μπορείς να καταλάβεις και πολλά ακόμα, προβληματισμένο και με το αίμα σου βρώμικο, με την ψυχή σου ασχημάτιστη ακόμα, και μάλλον έτσι θα μείνει για πάντα, για όσο αντέξει, μικρό, σε φαντάζομαι όπως σε έχουν περιγράψει, ασχημάτιστο, ατελές, σε φαντάζομαι σαν να σε βλέπω μέσα από την διάφανη κοιλιά που σε περιβάλει να τρέμεις μαστουρωμένο. Να σου λείπουν οι ουσίες που χρησιμοποιεί το δοχείο που σε κουβαλάει, σε βλέπω ολοζώντανο να σπαρταράς, να παρακαλάς με τον τρόπο σου, να περιμένεις καρτερικά και να μην σε ακούει κανένας. Μικρό, είναι τρομακτικό σου λέω να σε φαντάζομαι έτσι, ναρκωμένο και απελπισμένο, χωρίς να ξέρεις τι είναι αυτές οι λέξεις, χωρίς να έχεις ιδέα ποια είναι η δύναμή τους πόσο τρομάζουν και θα τρομάξουν τους ανθρώπους που θα σε περιτριγυρίζουν όταν θα ξεπεταχτείς από το δοχείο σου.

Και αυτή, σαν να μην σε θέλει μέσα της, έχει ξεχαρβαλώσει τον εαυτό της όσο περισσότερο μπορεί. Τη βλέπω τώρα που προσπαθεί να ζωντανέψει ξανά και να ανάψει το τσιγάρο της, με μια κίνηση που επιβάλει την ύπαρξη κάποιου αναπτήρα, μα χωρίς αυτός να υπάρχει. Δίπλα της άνθρωποι να την οικτίρουν και να την σιχαίνονται, δεν μπορούν να καταλάβουν, δεν έχουν μάθει τον τρόπο να καταλαβαίνουν, να λαμβάνουν τα σήματα πόνου και απελπισίας που εκπέμπει προς όλες τις κατευθύνσεις. Μια γυναίκα δίπλα της, της ρίχνει μια ματιά βουτηγμένη στην απαξίωση… Τι κάνουν οι άνθρωποι για να αποφύγουν τον πόνο, παύουν να σε βλέπουν σαν άνθρωπο, σε χαζεύουν σαν ένα κουτί, σαν μια εικόνα που τους έχει φυτευτεί στο μυαλό από κάποιους που δεν έχουν κατανοήσει ούτε τις βασικές αξίες του ανθρωπισμού. Έτσι έχουν μάθει τώρα οι άνθρωποι να περιορίζουν τον πόνο, να τον αποφεύγουν και να τον μεταμφιέζουν, τον βάφουν με σκιές και μολύβια που τον παραμορφώνουν, τον κάνουν να φαίνεται αλλιώς, μα υπάρχει, φυσικά και υπάρχει, παραμονεύει και τελικά σε προκαλεί να γίνεις όλο και πιο εκδηλωτικός για να τον αποφύγεις.. Μάταια.

Έχω κολλήσει το βλέμμα μου σε σένα και περιμένω κάποια κίνηση που να δηλώνει ζωή, έστω και μια υποψία ζωής. Και έρχεται τελικά, σαν να μην το περιμένω, σηκώνεις το κεφάλι σου με έναν απότομο κραδασμό και τότε είναι που βλέπω τα καφετιά σου ματάκια. Μισόκλειστα και με την γνωστή μαστούρα που ήμουν σίγουρος πως τα περιβάλει. Και φυσικά, δεν λείπει αυτή η οικεία θολούρα, την γνωρίζω πολύ καλά πλέον και μπορώ να πω πως σχεδόν περίμενα να την δω. Τα μάτια αυτά που έχουν ξεθωριάσει και που δεν μπορούν να ανοίξουν, σαν να ‘σαι νεογέννητο γατάκι, τρομαγμένο. Τα μικρά αυτά γκρίζα μάτια, σαν μικρές σακούλες σκουπιδιών είναι έτοιμα να κάνουν τα πάντα, να πουλήσουν τα πάντα για μια δόση φαντασίας, μια δόση υποκατάστατης ζωής. Όσο περισσότερο τα κοιτάζω, βλέπω τις φωνές σου, σε βλέπω να ξεσκίζεις με τα δόντια σου τη σάρκα σου από την έλλειψη. Είσαι μπροστά μου, εγώ κι εσύ, σε βλέπω να πουλάς το μουνί σου για να μπορέσεις να πάρεις μια μικρή δόση, που θα μπορέσει να σε κάνει να ζήσεις για λίγο και μετά να πέσεις ξανά σε λήθαργο. Ναι, όσο η ώρα περνάει, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αισθάνομαι τα νύχια σου να ξεσκίζουν το δέρμα σου την στιγμή που υποφέρεις, βγάζοντας άναρθρες κραυγές, σαν αγρίμι που έχει πιαστεί το πόδι του σε μια δαγκάνα και παλεύει να ξεφύγει, μα δεν μπορεί και κάνει τον πόνο αφόρητο. Δεν μπορείς να αντέξεις την ανάσα σου, την μισείς, την σιχαίνεσαι, και προσπαθείς να την αποβάλεις με απότομες εκπνοές. Σε βλέπω εδώ μπροστά μου να αντλείς κάθε σταγόνα ζωής από τις σκιές που σε περιβάλουν. Οι σκιές αυτές που σε κυνηγούν από παιδί, είσαι και τώρα ένα παιδί, χαμένο στην μεγαλούπολη που δεν αντέχει να βλέπει τα μαύρα πεζοδρόμια και τις γκρίζες πολυκατοικίες και τις μεταμορφώνει χρησιμοποιώντας ουσίες σε νεράιδες και πρίγκιπες, μεταμφιέζεις τους δρόμους σε λιβάδια και τους ανθρώπους σε λουλούδια. Η φαντασία σου, προσπαθείς να την κρατήσεις ανέπαφη, σε ταράζει ώρες ώρες. Και η πλάνη σου αυτή ολοκληρώνεται όταν αρχίζουν να σου επιτίθενται οι γίγαντες και οι αράχνες. Μέσα από το λίγο που τα βλέπω, τα μάτια σου τρεμοπαίζουν και αυτά σε έναν χορό που σε καταδιώκει. Μπορώ να διακρίνω μέσα τους τις σκιές που φαντάζεσαι, την κίνηση που σε κάνει να υποφέρεις και να νοιώθεις ναυτία.

Τα μισόκλειστα γκρι σου μάτια δεν μπορούν να συγκρατήσουν από μένα τα μυστικά σου, η κοιλιά σου φαίνεται έτοιμη να εκραγεί και εσύ έτοιμη να λιποθυμήσεις για άλλη μια φορά, και πάλι με το στριφτό σου τσιγάρο ακόμα στο χέρι, και ακόμα σβηστό, δεν κατάφερες να το ανάψεις με τις κινήσεις που έκανες πριν λίγο. Μου φαίνεται σαν αιώνας η ώρα για να έρθει το λεωφορείο μου και να πάψω να σε βλέπω, και τότε ξεκινάει.

Τα χείλη σου σφίγγονται και με τα δόντια σου τα δαγκώνεις με δύναμη, όσο μπορείς για να τα ματώσεις. Ανάμεσα στα πόδια σου εμφανίζεται σιγά σιγά μια λιμνούλα αμνιακού υγρού που δημιούργησε μια νευρική κινητικότητα στους ανθρώπους γύρω σου. Μια κραυγή πόνου απέσπασε την προσοχή της μικρογραφίας της κοινωνίας που σε κοιτάει τώρα με ανησυχία. Ένας κύριος μπροστά μου παίρνει τηλέφωνο, προφανώς για να καλέσει κάποιο ασθενοφόρο, να περιμαζέψει το μικρό δοχείο που πλέον σφαδάζει κανονικά από τον πόνο. Τα κοκαλιάρικα χέρια σου σφίγγουν σθεναρά την πελώρια κοιλιά που κουβαλάς, ενώ κανείς δεν έρχεται κοντά σου από αηδία. Σε μερικά λεπτά, ο ήχος της σειρήνας του ασθενοφόρου κάνει τις κραυγές σου να ακούγονται διακεκομμένα. Πιάνω τον εαυτό μου να νοιώθει μια ανεξήγητη νευρικότητα, σαν να είμαι εγώ στη θέση σου.

Ο δρόμος πάγωσε για μερικά λεπτά και οι άντρες με τις θαλασσί στολές φορώντας γάντια και κοιτάζοντας με οίκτο σε βοηθάνε να μπεις μέσα στο θορυβώδες και μεγαλοπρεπές όχημα. Σε ακολούθησα με την σκέψη μου, είναι σαν να μπαίνω και γω μαζί σου μέσα στο ασθενοφόρο, σαν να μπορώ να δω μέσα από τα γκρίζα μάτια σου. Τρέχουμε με ακανόνιστη τροχιά και με την βεβαιότητα πιλότου, ο οδηγός μας μεταφέρει με κομψότητα στον προορισμό μας. Ο δρόμος μοιάζει ατέλειωτος μέχρι το νοσοκομείο, και σε βλέπω να κείτεσαι σαν νεκρή, όπως ήσουν πριν από μερικά λεπτά. Το μόνο που επιβεβαιώνει την ζωή σου είναι οι βαριές και κοφτές εκπνοές σου, συνδυασμένες με μικρές κραυγές. Φτάνοντας πολύ γρήγορα στο νοσοκομείο, οι άντρες με τις θαλασσί στολές σε βάλανε να κάτσεις σε ένα καροτσάκι. Με τα μάτια μισόκλειστα όπως σε συνήθισα μέχρι τώρα, περιμένεις να αποβάλεις από μέσα σου το πλάσμα που σε βαραίνει τους τελευταίους μήνες, θέλεις να το φτύσεις και να το εξαφανίσεις από τη ζωή σου. Το βλέπω στις κινήσεις σου, το σώμα σου όση ώρα σε μεταφέρουν με το ασανσέρ στο χειρουργείο, κάθε ανεπαίσθητη κίνηση σου, είναι φανερό πως δεν περιέχει ίχνος στοργής και ανυπομονησίας να γνωρίσεις το ναρκωμένο πλάσμα που πρόκειται να βγάλεις από μέσα σου.

Το καροτσάκι έγινε φορείο και ο γιατρός που ήταν διαθέσιμος ρίχνοντας μια κοφτή ματιά μέσα από τα μικροσκοπικά γυαλιά του παρήγγειλε στη νοσοκόμα να σε ετοιμάσει για το χειρουργείο. Έξω από την πόρτα του δωματίου σου, άκουγα τις νοσοκόμες να ψιθυρίζουν για σένα, και για σένα μικρό άκουσα να λένε, πόσο βασανισμένο θα είσαι. Πόσο πολύ θα υποφέρεις και θα κλαίς μέχρι να καταφέρουν να σε αποτοξινώσουν από τις ουσίες με τις οποίες μεγάλωσες αυτούς τους εννιά μήνες. Προοικονομούν την μοίρα σου και σε λυπούνται ήδη, τα μικρά σου χεράκια θα σπαρταράνε και η μικρή σου καρδούλα θα τρεμοσβήνει όσο καιρό θα προσπαθούν να σε ηρεμήσουν με μεθαδόνη.

Το χειρουργείο σου τελείωσε σύντομα. Εσύ μωράκι είσαι ένα μικρό, αδύνατο πλάσμα που όπως σωστά προέβλεψαν οι νοσοκόμες πριν, κλαις συνέχεια. Σε προσέχουν, γιατί δεν έχεις πια κανέναν στον κόσμο σου, δεν έχεις κάποιον να σε φροντίζει, δεν έχεις κάποιον που σε γέννησε, μόνο λίγο από το αίμα της έχεις μέσα σου μωράκι, φοβάσαι και κρυώνεις. Τα χεράκια σου τρέμουν από την απόγνωση και το σωματάκι σου σχεδόν δεν μπορεί να το αντέξει. Φοβούνται για σένα άκουσα να λένε, δεν άκουσα κάτι για το δοχείο σου μικρό, δεν είπαν κάτι, μόνο έριξαν περίεργες ματιές μεταξύ τους.

Κοκαλιάρικο το σώμα της, μικρό, αυτή τη φορά πιο νεκρό από ποτέ είναι πεταμένο σε κάτι κάδους σκουπιδιών κοντά στην στάση που την πρωτοσυνάντησα, μαχαιρωμένο που δεν τήρησε την συμφωνία που είχε κάνει εννιά μήνες πριν για σένα μικρό, με τα γκρίζα της μάτια μισόκλειστα και το αίμα της ξεραμένο να έχει κυλήσει μέχρι τον δρόμο. Στην στάση που περιμένω το λεωφορείο, σαν να σε βλέπω, μικρό, μέσα στην λιμνούλα που άφησες χτες, σαν να κολυμπάς και να με κοιτάς με τα δυό μικρά ξεθωριασμένα ματάκια που πήρες κληρονομιά από το δοχείο σου, και να μην καταλαβαίνεις ακόμα τίποτα.