Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Νεκρική σιγή…

Και πίσω από τις σκιές,
το βρόμικο πρόσωπο σου
φαίνεται ταραγμένο. Σαν
μόλις να πέθανε ένα
από τα δέκα πόδια
της ερήμου

που απλά
κοιτώντας από τον ουρανό
αγγίζει το απέραντο γαλάζιο
με την ανάσα της βροχής.

Όπως ο Μάιος φέρνει με
τις τελευταίες του στάλες, τον
ήλιο, καθαρίζοντας τον ορίζοντα
απ’ τη συννεφιά, έτσι και ο
Σεπτέμβρης φέρνει με τις
πρώτες του βροχές τα
πρώτα ποιήματα της λησμονιάς.

Χαζεύοντας τις ψυχές
του πελάγους να πέφτουν αργά
πάνω στο μελάνι, νοιώθω
τις υποψίες του κενού
να γεμίζουν τις
άπειρες στιγμές σιωπής.

Και μέσα στην βελούδινη
νυχτιά, το πεπρωμένο
των ψυχών αναρριχάται σαν
πυρωμένο σίδερο στο
καυτό μετάξι και ανασκαλίζει
τον πόνο της τρέλας των
νεκρών ψαριών…

Μα μια σταγόνα ανημποριάς
μένει χαραγμένη στο
κορμί σου. Αφού υποφέρει
το νεαρό σου κορμί
από τα απρόσμενα
μαχαίρια που το σκότωσαν
αργά και ύπουλα.
Μες στη νύχτα σου

πεθαίνεις μόνος και το
πρωί ξαναπεθαίνεις.

Βλάκωση

Όταν η ποίηση σιωπά,
τότε να ξέρεις, η ψυχή
σου κενή είναι. Όταν σε
δυό γραμμές μιλιάς φτωχή
μένει η σκέψη σου, τότε να
γνωρίζεις ότι οι προσπάθειες
τους έχουν πετύχει να σε
βλακώσουν.

Στα σκοτεινά δρομάκια του
Συντάγματος προσπαθεί αυτή
η μούσα να εκτονωθεί, προσπαθεί
η φωτιά της να κρατηθεί
ζωντανή. Και αυτή η φωτιά.
ξέρεις, δεν ανάβει με σπίρτα και
με κούτσουρα, το αντίθετο,

ανάβει με δάκρυα. Δάκρυα της
ψυχής, δάκρυα του κορμιού σου,
δάκρυα του κρεμασμένου σου εγώ.
Φόβος κυλά στις φλέβες σου, γιατί κενό
το μυαλό σου από τις αξίες της
πορεύεται σαν ακούσιο κινούμενο
όργανο. Ναι, είσαι διανοητικά παράλυτος,
και δεν πρόκειται ποτέ σου να
το καταλάβεις.

Περασμένες τρεις

Σκυμμένος, για ακόμη
μια φορά προσμένω
το μαρτύριο αυτό...
Περασμένες τρεις....

Προσπαθώ να βρω
τον εαυτό μου
και συ..

Κοιτάς μοναχά τον καθρέφτη
σου.

Ακούω μια μηχανή
πάλι σε κουβάλησαν
ως εδώ...

Σκέφτομαι πως δεν
θέλω να σε δω
να σε ακούσω
να σε μυρίσω,

αλλά εσύ...

τη σιωπή που τόσο
νοσταλγικά προσποιούμαι
τη διέλυσες με την

άθλια φωνή σου..

Σκυμμένος προσπαθώ να
νοιώσω κάτι άλλο
από απέχθεια, ίσως
λύπηση

μα τίποτα,

απλώς λίγο οι
παλμοί μου
αυξάνονται...

Τίποτα παραπάνω
είμαι κενός από
σένα...

Προσεύχομαι στον
άθεο θεό σου να
μην ανοίξεις τη
λευκή μου πόρτα,

κρύβομαι από σένα,
από μένα..

μη δεις πως δεν
κοιμάμαι..

Εκείνη η σιωπή
πλέον έχει μείνει
παραμύθι φάλτσο

και λυγμοί ενός
ζώου που
δεν αισθάνεται
τίποτα παρά
ευγνωμοσύνη για ένα χάδι.

Έχεις μπερδέψει τους ανθρώπους
με σκυλιά και τις
κραυγές της ψυχή
για αναστεναγμούς

λησμονιάς...

Ξανά έκλεισε η πόρτα,
άκουσα ένα μικρό
βαρύ ήχο...

Δεν σε έχω εδώ...
Δεν σε θέλω εδώ,

Κάπου είδα χτες λίγο
αίμα...

Σιχαίνομαι να σε κοιτάζω.

Άσε μου λεφτά και

Φύγε.