Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Η λιπόθυμη έγκυος

Αυγουστιάτικα, μες την αφόρητη ζέστη του Πειραιά, ανάκατα η βρωμιά του λιμανιού και η οσμή του αέρα με έκαναν να μην μπορώ να ανασάνω σχεδόν. Περπάτησα απρόθυμα μέχρι τη στάση του λεωφορείου μου και πάλευα να βρω μια σκιά να γλυτώσω από τη νάρκωση του ήλιου. Μέχρι που την είδα να πλησιάζει.

Την βλέπω να έρχεται αργά αργά, με ακανόνιστα βήματα, παραπατώντας εδώ και κει, μάλλον χωρίς να το καταλαβαίνει. Με έπιασα να καρφώνω το βλέμμα μου στην τεράστια κοιλιά της, που κουβαλάει απ’ ότι φαίνεται ένα πλάσμα ολοκαίνουριο, βασανισμένο. Πλησιάζοντα με, προσπάθησα, χωρίς να το σκεφτώ, να μην εμποδίσω το πέρασμά της και ίσως να παραχωρήσω λίγο από τη σκιά μου. Μα τελικά δεν χρειάστηκε γιατί πριν καν έρθει αρκετά κοντά μου, με μια απότομη και μαζί βαριεστημένη κίνηση, μια κίνηση η οποία δεν περιέχει καθόλου την έννοια της στοργής μέσα της, ακανόνιστη, ατσούμπαλη και κάποιος θα έλεγε επικίνδυνη, αράδιασε το σώμα-δοχείο της στο σιδερένιο παγκάκι της στάσης.

Για μια στιγμή, έπιασα τον εαυτό μου να αποστρέφει το βλέμμα του από το άτομο αυτό που ήταν μπροστά μου αδύναμο και θλιβερό, πιθανότατα για να με προστατέψω από την θλίψη. Μα μια δεύτερη ματιά στην αύρα που εξέπεμπε με προκάλεσε να προσπαθήσω να δω μέσα της. Να μπορέσω να διακρίνω πίσω από τα βαμμένα ξανθά της μαλλιά, που έχουν αρχίσει να χάνουν το τεχνητό τους χρώμα και φαίνεται η καστανόχρωμη ρίζα, τις σκέψεις της αν έχει μείνει καμία ζωντανή. Η στενή ριγέ κοντομάνικη μπλούζα της, με τις ρίγες οριζόντιες, που συνδυάζει άχαρα το πορτοκαλί και το πράσινο, τρύπια σε κάποια σημεία, αφήνει να φαίνεται το σκούρο μπλε φανελάκι που φοράει από μέσα. Το κεφάλι της, σκυμμένο να καρφώνει το πεζοδρόμια ανάμεσα στα πόδια της είχε ήδη αρχίσει να βαραίνει από την στιγμή που κάθισε. Στο περίεργα διαμορφωμένο σώμα της, που είσαι σίγουρος πως αν δεν ήταν έγκυος θα ήταν κοκαλιάρικο, κολλάει το στενό μαύρο κολλάν της, που καλύπτει εντελώς τα αδυνατισμένα πόδια της και πέφτει πάνω στα κακόγουστα τσόκαρα που φοράει από κάτω. Σε μια προσπάθειά της να δώσει λίγο στυλ στην εικόνα της, έβαψε πορτοκαλί τα νύχια των ποδιών και των χεριών της, πράγμα που με έκανε να ξανακοιτάξω την κολλητή ριγέ μπλούζα. Μου θυμίζει τόσο έντονα τις μπλούζες των φυλακισμένων, όχι των κανονικών, των φυλακισμένων στα κόμιξ.

Στα πόδια της φοράει τα δύο βαριά τσόκαρα, παλιομοδίτικα και άβολα μπορώ εύκολα να υποθέσω. Έχουν γυρίσει οι μύτες τους και κοιτάζουν η μια την άλλη, αφήνοντας αρκετό χώρο ανάμεσά τους , μιας και τα πόδια της είναι ανοιχτά, σαν να ελπίζει να φύγει από μέσα της το βάρος, να εξαφανιστεί η απαίσια κοιλιά της. Το δέρμα της, καστανό, σαν ψημένο καλά από την καθημερινή του έκθεση στον ήλιο, φαίνεται τραχύ και βρόμικο, τόσο βρόμικο όσο και τα μαλλιά της, που πρέπει να παραμελεί τακτικά. Το πρόσωπό της δεν μπορώ να το δω, δεν φαίνεται καλά από εδώ έτσι όπως έχει πέσει ανάμεσα στα λεπτοκαμωμένα της πόδια. Τυλιγμένη γερά γύρω από το στήθος της είναι μια τσάντα που έχει μέσα τα απαραίτητα, καπνό, φιλτράκια, χαρτάκια.

Καθισμένη μόνη της στο σιδερένιο παγκάκι της στάσης, δεν πιστεύω καν να περιμένει κάποιο λεωφορείο, αγνοεί τα βλέμματα απέχθειας, τις ματιές αηδίας και τους στεναγμούς της λύπησης που την περιτριγυρίζουν. Δεν είναι ικανή να αντιλήφθη τους ψιθύρους απαξίωσης και εχθρότητας που της επιτίθενται διαρκώς. Και ενώ στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί, ήρθα οι κινήσεις της και ένα απότομο τίναγμα του κεφαλιού της να μου φανερώσουν την πραγματική της ταυτότητα. Ένας ξαφνικός κόμπος στο στομάχι μου δείχνει αυτό που φοβάμαι, αυτό που υποψιάζομαι ήδη. Μου φανερώνει πως στα χέρια της που κείτονται σαν νεκρά μέλη δεξιά και αριστερά βρίσκονται σημάδια τρομακτικά, σημάδια τραγικά και απάνθρωπα για το πλάσμα που κουβαλάει. Στα χέρια της, που προσπαθούν με αδύναμες κινήσεις και με σπασμούς ακούσιους να στρίψουν ένα τσιγάρο, βλέπω την οδύνη, και την δική της και την δική σου μικρό.

Μετά από πολλές προσπάθειες, και πολλές αποτυχίες, καταφέρνει να στρίψει το τσιγάρο που τόσο πολύ φαίνεται να χρειάζεται τώρα. Μα το χέρι της δεν την βοηθάει, γιατί πλέον έχει πέσει παράλυτο αφήνοντας το τσιγάρο που με τόσο κόπο ετοίμασε να χαϊδεύει το βρόμικο πεζοδρόμιο. Ακίνητη και με το κεφάλι της πεσμένο άκομψα κείτεται σαν νεκρή μπροστά μου. Και εσύ μικρό, μάλλον δεν μπορείς να καταλάβεις και πολλά ακόμα, προβληματισμένο και με το αίμα σου βρώμικο, με την ψυχή σου ασχημάτιστη ακόμα, και μάλλον έτσι θα μείνει για πάντα, για όσο αντέξει, μικρό, σε φαντάζομαι όπως σε έχουν περιγράψει, ασχημάτιστο, ατελές, σε φαντάζομαι σαν να σε βλέπω μέσα από την διάφανη κοιλιά που σε περιβάλει να τρέμεις μαστουρωμένο. Να σου λείπουν οι ουσίες που χρησιμοποιεί το δοχείο που σε κουβαλάει, σε βλέπω ολοζώντανο να σπαρταράς, να παρακαλάς με τον τρόπο σου, να περιμένεις καρτερικά και να μην σε ακούει κανένας. Μικρό, είναι τρομακτικό σου λέω να σε φαντάζομαι έτσι, ναρκωμένο και απελπισμένο, χωρίς να ξέρεις τι είναι αυτές οι λέξεις, χωρίς να έχεις ιδέα ποια είναι η δύναμή τους πόσο τρομάζουν και θα τρομάξουν τους ανθρώπους που θα σε περιτριγυρίζουν όταν θα ξεπεταχτείς από το δοχείο σου.

Και αυτή, σαν να μην σε θέλει μέσα της, έχει ξεχαρβαλώσει τον εαυτό της όσο περισσότερο μπορεί. Τη βλέπω τώρα που προσπαθεί να ζωντανέψει ξανά και να ανάψει το τσιγάρο της, με μια κίνηση που επιβάλει την ύπαρξη κάποιου αναπτήρα, μα χωρίς αυτός να υπάρχει. Δίπλα της άνθρωποι να την οικτίρουν και να την σιχαίνονται, δεν μπορούν να καταλάβουν, δεν έχουν μάθει τον τρόπο να καταλαβαίνουν, να λαμβάνουν τα σήματα πόνου και απελπισίας που εκπέμπει προς όλες τις κατευθύνσεις. Μια γυναίκα δίπλα της, της ρίχνει μια ματιά βουτηγμένη στην απαξίωση… Τι κάνουν οι άνθρωποι για να αποφύγουν τον πόνο, παύουν να σε βλέπουν σαν άνθρωπο, σε χαζεύουν σαν ένα κουτί, σαν μια εικόνα που τους έχει φυτευτεί στο μυαλό από κάποιους που δεν έχουν κατανοήσει ούτε τις βασικές αξίες του ανθρωπισμού. Έτσι έχουν μάθει τώρα οι άνθρωποι να περιορίζουν τον πόνο, να τον αποφεύγουν και να τον μεταμφιέζουν, τον βάφουν με σκιές και μολύβια που τον παραμορφώνουν, τον κάνουν να φαίνεται αλλιώς, μα υπάρχει, φυσικά και υπάρχει, παραμονεύει και τελικά σε προκαλεί να γίνεις όλο και πιο εκδηλωτικός για να τον αποφύγεις.. Μάταια.

Έχω κολλήσει το βλέμμα μου σε σένα και περιμένω κάποια κίνηση που να δηλώνει ζωή, έστω και μια υποψία ζωής. Και έρχεται τελικά, σαν να μην το περιμένω, σηκώνεις το κεφάλι σου με έναν απότομο κραδασμό και τότε είναι που βλέπω τα καφετιά σου ματάκια. Μισόκλειστα και με την γνωστή μαστούρα που ήμουν σίγουρος πως τα περιβάλει. Και φυσικά, δεν λείπει αυτή η οικεία θολούρα, την γνωρίζω πολύ καλά πλέον και μπορώ να πω πως σχεδόν περίμενα να την δω. Τα μάτια αυτά που έχουν ξεθωριάσει και που δεν μπορούν να ανοίξουν, σαν να ‘σαι νεογέννητο γατάκι, τρομαγμένο. Τα μικρά αυτά γκρίζα μάτια, σαν μικρές σακούλες σκουπιδιών είναι έτοιμα να κάνουν τα πάντα, να πουλήσουν τα πάντα για μια δόση φαντασίας, μια δόση υποκατάστατης ζωής. Όσο περισσότερο τα κοιτάζω, βλέπω τις φωνές σου, σε βλέπω να ξεσκίζεις με τα δόντια σου τη σάρκα σου από την έλλειψη. Είσαι μπροστά μου, εγώ κι εσύ, σε βλέπω να πουλάς το μουνί σου για να μπορέσεις να πάρεις μια μικρή δόση, που θα μπορέσει να σε κάνει να ζήσεις για λίγο και μετά να πέσεις ξανά σε λήθαργο. Ναι, όσο η ώρα περνάει, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αισθάνομαι τα νύχια σου να ξεσκίζουν το δέρμα σου την στιγμή που υποφέρεις, βγάζοντας άναρθρες κραυγές, σαν αγρίμι που έχει πιαστεί το πόδι του σε μια δαγκάνα και παλεύει να ξεφύγει, μα δεν μπορεί και κάνει τον πόνο αφόρητο. Δεν μπορείς να αντέξεις την ανάσα σου, την μισείς, την σιχαίνεσαι, και προσπαθείς να την αποβάλεις με απότομες εκπνοές. Σε βλέπω εδώ μπροστά μου να αντλείς κάθε σταγόνα ζωής από τις σκιές που σε περιβάλουν. Οι σκιές αυτές που σε κυνηγούν από παιδί, είσαι και τώρα ένα παιδί, χαμένο στην μεγαλούπολη που δεν αντέχει να βλέπει τα μαύρα πεζοδρόμια και τις γκρίζες πολυκατοικίες και τις μεταμορφώνει χρησιμοποιώντας ουσίες σε νεράιδες και πρίγκιπες, μεταμφιέζεις τους δρόμους σε λιβάδια και τους ανθρώπους σε λουλούδια. Η φαντασία σου, προσπαθείς να την κρατήσεις ανέπαφη, σε ταράζει ώρες ώρες. Και η πλάνη σου αυτή ολοκληρώνεται όταν αρχίζουν να σου επιτίθενται οι γίγαντες και οι αράχνες. Μέσα από το λίγο που τα βλέπω, τα μάτια σου τρεμοπαίζουν και αυτά σε έναν χορό που σε καταδιώκει. Μπορώ να διακρίνω μέσα τους τις σκιές που φαντάζεσαι, την κίνηση που σε κάνει να υποφέρεις και να νοιώθεις ναυτία.

Τα μισόκλειστα γκρι σου μάτια δεν μπορούν να συγκρατήσουν από μένα τα μυστικά σου, η κοιλιά σου φαίνεται έτοιμη να εκραγεί και εσύ έτοιμη να λιποθυμήσεις για άλλη μια φορά, και πάλι με το στριφτό σου τσιγάρο ακόμα στο χέρι, και ακόμα σβηστό, δεν κατάφερες να το ανάψεις με τις κινήσεις που έκανες πριν λίγο. Μου φαίνεται σαν αιώνας η ώρα για να έρθει το λεωφορείο μου και να πάψω να σε βλέπω, και τότε ξεκινάει.

Τα χείλη σου σφίγγονται και με τα δόντια σου τα δαγκώνεις με δύναμη, όσο μπορείς για να τα ματώσεις. Ανάμεσα στα πόδια σου εμφανίζεται σιγά σιγά μια λιμνούλα αμνιακού υγρού που δημιούργησε μια νευρική κινητικότητα στους ανθρώπους γύρω σου. Μια κραυγή πόνου απέσπασε την προσοχή της μικρογραφίας της κοινωνίας που σε κοιτάει τώρα με ανησυχία. Ένας κύριος μπροστά μου παίρνει τηλέφωνο, προφανώς για να καλέσει κάποιο ασθενοφόρο, να περιμαζέψει το μικρό δοχείο που πλέον σφαδάζει κανονικά από τον πόνο. Τα κοκαλιάρικα χέρια σου σφίγγουν σθεναρά την πελώρια κοιλιά που κουβαλάς, ενώ κανείς δεν έρχεται κοντά σου από αηδία. Σε μερικά λεπτά, ο ήχος της σειρήνας του ασθενοφόρου κάνει τις κραυγές σου να ακούγονται διακεκομμένα. Πιάνω τον εαυτό μου να νοιώθει μια ανεξήγητη νευρικότητα, σαν να είμαι εγώ στη θέση σου.

Ο δρόμος πάγωσε για μερικά λεπτά και οι άντρες με τις θαλασσί στολές φορώντας γάντια και κοιτάζοντας με οίκτο σε βοηθάνε να μπεις μέσα στο θορυβώδες και μεγαλοπρεπές όχημα. Σε ακολούθησα με την σκέψη μου, είναι σαν να μπαίνω και γω μαζί σου μέσα στο ασθενοφόρο, σαν να μπορώ να δω μέσα από τα γκρίζα μάτια σου. Τρέχουμε με ακανόνιστη τροχιά και με την βεβαιότητα πιλότου, ο οδηγός μας μεταφέρει με κομψότητα στον προορισμό μας. Ο δρόμος μοιάζει ατέλειωτος μέχρι το νοσοκομείο, και σε βλέπω να κείτεσαι σαν νεκρή, όπως ήσουν πριν από μερικά λεπτά. Το μόνο που επιβεβαιώνει την ζωή σου είναι οι βαριές και κοφτές εκπνοές σου, συνδυασμένες με μικρές κραυγές. Φτάνοντας πολύ γρήγορα στο νοσοκομείο, οι άντρες με τις θαλασσί στολές σε βάλανε να κάτσεις σε ένα καροτσάκι. Με τα μάτια μισόκλειστα όπως σε συνήθισα μέχρι τώρα, περιμένεις να αποβάλεις από μέσα σου το πλάσμα που σε βαραίνει τους τελευταίους μήνες, θέλεις να το φτύσεις και να το εξαφανίσεις από τη ζωή σου. Το βλέπω στις κινήσεις σου, το σώμα σου όση ώρα σε μεταφέρουν με το ασανσέρ στο χειρουργείο, κάθε ανεπαίσθητη κίνηση σου, είναι φανερό πως δεν περιέχει ίχνος στοργής και ανυπομονησίας να γνωρίσεις το ναρκωμένο πλάσμα που πρόκειται να βγάλεις από μέσα σου.

Το καροτσάκι έγινε φορείο και ο γιατρός που ήταν διαθέσιμος ρίχνοντας μια κοφτή ματιά μέσα από τα μικροσκοπικά γυαλιά του παρήγγειλε στη νοσοκόμα να σε ετοιμάσει για το χειρουργείο. Έξω από την πόρτα του δωματίου σου, άκουγα τις νοσοκόμες να ψιθυρίζουν για σένα, και για σένα μικρό άκουσα να λένε, πόσο βασανισμένο θα είσαι. Πόσο πολύ θα υποφέρεις και θα κλαίς μέχρι να καταφέρουν να σε αποτοξινώσουν από τις ουσίες με τις οποίες μεγάλωσες αυτούς τους εννιά μήνες. Προοικονομούν την μοίρα σου και σε λυπούνται ήδη, τα μικρά σου χεράκια θα σπαρταράνε και η μικρή σου καρδούλα θα τρεμοσβήνει όσο καιρό θα προσπαθούν να σε ηρεμήσουν με μεθαδόνη.

Το χειρουργείο σου τελείωσε σύντομα. Εσύ μωράκι είσαι ένα μικρό, αδύνατο πλάσμα που όπως σωστά προέβλεψαν οι νοσοκόμες πριν, κλαις συνέχεια. Σε προσέχουν, γιατί δεν έχεις πια κανέναν στον κόσμο σου, δεν έχεις κάποιον να σε φροντίζει, δεν έχεις κάποιον που σε γέννησε, μόνο λίγο από το αίμα της έχεις μέσα σου μωράκι, φοβάσαι και κρυώνεις. Τα χεράκια σου τρέμουν από την απόγνωση και το σωματάκι σου σχεδόν δεν μπορεί να το αντέξει. Φοβούνται για σένα άκουσα να λένε, δεν άκουσα κάτι για το δοχείο σου μικρό, δεν είπαν κάτι, μόνο έριξαν περίεργες ματιές μεταξύ τους.

Κοκαλιάρικο το σώμα της, μικρό, αυτή τη φορά πιο νεκρό από ποτέ είναι πεταμένο σε κάτι κάδους σκουπιδιών κοντά στην στάση που την πρωτοσυνάντησα, μαχαιρωμένο που δεν τήρησε την συμφωνία που είχε κάνει εννιά μήνες πριν για σένα μικρό, με τα γκρίζα της μάτια μισόκλειστα και το αίμα της ξεραμένο να έχει κυλήσει μέχρι τον δρόμο. Στην στάση που περιμένω το λεωφορείο, σαν να σε βλέπω, μικρό, μέσα στην λιμνούλα που άφησες χτες, σαν να κολυμπάς και να με κοιτάς με τα δυό μικρά ξεθωριασμένα ματάκια που πήρες κληρονομιά από το δοχείο σου, και να μην καταλαβαίνεις ακόμα τίποτα.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Χωρίς τίτλο

Δυό τρεις σταγόνες αίμα
σε παρακαλώ, στάξε στον
αέρα μου τριγύρω, για να
μπορώ να σε μισώ, για να
μπορώ να φύγω.

Του πάθους το κόκκινο και
των μορφών μας τα σύρματα,
ακουμπούνε τις σάρκες μας
και βάφονται ανεξίτηλα,
βάφονται με τις λέξεις, με
τους ήχους

που βγαίνουν ακατάληπτοι
ξανά από τα στόματα, σαν
ζωγραφιές, παιδιάστικα
αφημένες στο πάτωμα,
λόγια που φωνάζουν την
ζωή μας.

Λέξεις, κι άλλες αλλιώτικες,
και πιο πολλές απρόσιτες στα
αυτιά μας, μαυροφορεμένες και
πύρινες, καίνε τα σωθικά με τη
φωτιά τους. Μορφές απαράλλακτες
στις σκιές της νύκτας που
έχουμε φτιάξει μόνοι μας,

για εμάς. Τόσο είναι το αντίο μας.
Εκεί φτάνει το θέλω της ψυχής μας,
χαράζεται, δίχως χθες, δίχως το
αύριο που υποθετικά μας ανήκει,
και το φτιάχνουμε με τις μπογιές
μας, με το αίμα που σου ζητώ να
μου στάξεις τόσην ώρα στον αέρα
μου, στον αέρα μας.

Χάνω λεπτό το λεπτό την εικόνα
που μου θυμίζει εσένα, χάνω
σιγά σιγά την μυρωδιά του αγρίου
σου κορμιού αγκαλιάζω για
σένα τον αέρα, κενό, χάνω
λεπτό με το λεπτό τα άσχημα σου
μάτια που καυτά, διαχυτικά
πλέουν στον αιθέρα άμορφα.

Σφαδάζω με την μορφή σου
να κυλιέται συνεχώς στο μυαλό
μου, να μη μπορεί να κουνηθεί,
να φύγει από κοντά μας, να ξεχαστεί
στου τώρα και στου μετά μας την
παρακαταθήκη, να αποτοξινωθεί
από την μυρωδιά σου η ψυχή
μας, και να χαθώ, και πάλι σε
άλλη αγκαλιά, σε άλλη παραλία
έτοιμη να με πάρει με βία στο κύμα
της.

Δεν είναι τούτη η φορά που
με κάνεις να αποτρέπω το
βλέμμα μου από τους καθρέπτες
της ψυχής, δεν είναι η καρδιά
μου ετούτη που ποιεί του νου
τα υποχθόνια σχέδια, δεν είναι
αυτή.

Αυτή είναι εκεί, να αδυνατεί
χωρίς να μας διατάζει, να
αποκόπτεται από το σώμα το
πάσχων, και να πέφτει σε πηγάδια,
σε αποβάθρες, σε γκρεμούς
χαρισμένους με αγάπη,

από πολλούς σε λίγους,
από εμένα σε εμένα, στην
τραμπάλα της πραγματοποίησης,
στα απρόβλεπτα ανεβοκατεβάσματα
των περασμένων μας αιώνων.

Και το βήμα γίνεται προς τον
γκρεμό μας, προς τον ιπτάμενο
εμένα, τον βλέπω να χάνεται, να πέφτει,
και στον αέρα γύρο μας, οι
σταγόνες το αίμα κυλούν, δυνατά,
και πέφτουν μαζί, και ακουμπάνε
τα μάτια μας, το μέτωπό μας...

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

Ο Ήλιος

“Αξιότιμοι” Κύριοι(?) του ΠΑΣΟΚ,

Σας ενημερώνω πως, κατόπιν συγκλήτου που συντελέστηκε από την Διαγαλαξιακή Συμμαχία και μετά από την ακόλουθη εξεταστική επιτροπή σχετικά με την χρήση του συμβόλου της ζωής και την αιτία ύπαρξης του συνόλου του ανθρωπίνου είδους στον πλανήτη Γη (Ήλιος), σαν σύμβολο του κινήματος σας. Αποφασίστηκε, λοιπόν, μετά από δημοψήφισμα σε τυχαία επιλεγμένους πλανήτες του Ηλιακού και του ευρύτερου Γαλαξιακού μας συστήματος, η ολοκληρωτική απαγόρευση προς το ΠΑΣΟΚ να χρησιμοποιεί τον Ήλιο, σε οποιαδήποτε απόχρωση, σχήμα και υπόνοια.
Ο Ήλιος, έχει δοξαστεί από το σύνολο των πολιτισμών σε επίπεδο θεολογικό, καλλιτεχνικό, επιστημονικό διαχρονικά, με αποτέλεσμα να αποτελεί ένα από τα βαθύτερα νοήματα της ανθρώπινης Γήινης ύπαρξης. Η χρήση που υπόκειται αυθαίρετα από το ΠΑΣΟΚ, στα φυλλάδια, στις αφίσες του, και γενικότερα σε οποιαδήποτε έντυπη μορφή είναι παράνομη και καταχρηστική. Ο Ήλιος είναι παγκόσμιο σύμβολο της ελπίδας και της ζωής, δε μπορείτε κύριοι του ΠΑΣΟΚ να το εκμεταλλεύεστε έτσι προς ίδιων όφελος. Καλείστε λοιπόν, να το αποσύρετε άμεσα, διαφορετικά, θα νιώσετε την οργή μας.
Με επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος μας,

Η Διαγαλαξιακή Συμμαχία Ο Ήλιος

Της γνώσης τα σκαλιά

Χαμένοι άγαρμπα στα σκαλιά
της γνώσης, πεταμένοι από το
φως των κεριών που δίνουν
λίγο χρώμα στο βαθύ μας
μοβ, χαραγμένες οι σκιές της
πέτρας με δρόμους ανοξείδωτους
και με φατρίες ετοιμοπόλεμες.

Ένα, ένα, δύο, δύο. Τα μοχθηρά
σκαλοπάτια της γνώσης γίνονται
αιχμηρά. Κηδεύουν με την ουγκιά
τα πτώματα των ανεπίδεκτης μαθήσεως
μαθητάδων τους, και με λατρεία
και με χαμούς χάνονται στον
αιθέρα.

Τικ τακ το μοχθηρό ξημέρωμα,
τικ τακ τα απλωμένα βάθρα,
χάνουν την αξία τους σαν
γίνεται χρώμα τους το μοβ μας.
Κερδίζουν λίγο από την δόξα
των αιθέρων μας, από την σπιθαμή
της μορφής σου.

Επιτακτική είσαι ξανά,στα
βάθρα, στις εξέδρες, στα έδρανα των
γνωστικών, και οι γνωστικοί
και οι μη, έχουν χάσει την γνώση
πια να σε αναγνωρίζουν, και οι
γνωστικοί και οι μη, σαν μυρίσουν
λίγο από την παλιά σου
δύναμη, το αίμα τους, το γονίδιο
ξυπνά, αναστατώνεται, μα δεν
θυμούνται πως να σε χειριστούν,
τι είσαι..

Στα ρουθούνια μας οι φλόγες
των φρονούντων και στα χέρια
μας οι πληγές των αντιφρονούντων
πέφτουν και τα δυό μαζί με φόρα
στα κεφάλια μας, τα πλευρά μας.

Χαράσσεται η πορεία της αύρας
σου, δίχως να την έχεις επικαλεστεί.
Χαρίζεται η θύμησης σου, χωρίς να
μπορείς να την ανταμώσεις ξανά.

Και μια μπροστά στα ασήμαντα
της μέρας, και δυό πίσω στα
βάρβαρα της ώρας, των καιρών. Την
ματιά σου κρύβεις από τον
ήλιο, και τις ώρες που περνάνε
χαζεύεις στην σχεδιασμένη σου
παλάμη από το χθες. Για να αντικρίσεις
σημάδια όμοια με του τότε.

Τα μάτια τσούζουν, μα δεν
ξέρεις που να προσευχηθείς,
αν προσευχηθείς, τότε θα είσαι
σίγουρα το ίδιο, και χειρότερα
από πριν. Το βλέμμα χάνεται
στο μπλε, γίνεται αέρινο
δεν θωρεί θεούς και μεγαλεία,
θωρεί την λαμπρότητα της ζωής,
τον ήλιο, την φωτιά του.

Και μετά κοιτάζει χάμω,
μπροστά, ευθεία, για να
γνωρίζει που να πάει. Για να
τα καταφέρει να σταθεί δίχως
συμπόνια δίχως ελεημοσύνη,
μοναχά με την μνήμη
του πυρός, μοναχά με την
ωδή του Κάλβου , αντίθετα
σε θεούς και βασιλιάδες.

Δε χωρίζεται η ζωή σε
δύο όμορφα ζωγραφισμένα λόγια.
Ούτε δίδεται χωρίς τον πόνο
της, ούτε βρίσκεται στην σφαίρα μια
αόρατης μαρτυρίας. Μέσα μας, δίπλα μας,
πάνω μας, διδάσκεται η άγνοια,
η ημιμάθεια των καιρών μας,
χάνεται η γνώση από το
μηδέν στο ένα σε ένα βλεφάρισμα
των ματιών που προσποιούνται
πως βλέπουν ελεύθερα, που φοβούνται
από λίγο παραπανίσιο φως.

Από τα δάκρυα, που δεν είναι
πόνου, μήτε φόβου, είναι
δάκρυα ελευθερίας, δάκρυα δέους για
τον ίδιο σου τον εαυτό, αυτά είναι
δάκρυα! Όχι τα άλλα, τα κροκοδείλια,
δικά μου, δικά σου, δικά του,
δικά μας...

Χάσιμο...

Χαμένο μέσα στα σύννεφα
σκόνη βουβής κροτίδας
που αποθεώνεται και χάνεται,
μέσα σε στιγμές άλογες.

Του ψεύδους, της αγωνίας
και των παραλλήλων
θεάσεων, τα σημάδια
χάνονται, και φαίνονται,
όλο και πιο καυτά.

Αλλότρια τα αρώματα για
πόνο που παράγεται
σκυφτά, πάνω από τα σιδερένια
κιγκλιδώματα,, πάνω από τα
μαλωμένα πτώματα που
χάνονται και βρίσκονται, ακολουθώντας
πάντοτε την ίδια
προοπτική,

της φυγής και του
χαμού. Ακολουθώντας πάντοτε
τις ίδιες πορείες, ολοκλήρωση της
φυγής, απώλεια των στιγμών.
Λύτρωσης, που δεν έρχεται,

όσο δυνατά και αν την ποθείς,
όσο τρυφερά και αν την περιμένεις,
άγνωστα βήματα, άγονες
πραγματικότητες του ίδιου
αντικειμένου, προβάλουν
μουντά.

Σκίζουν τον τόπο και
τον χρόνο των
στιγμών αυτών, κρύβονται
στην μνήμη, χαράσσουν με βία
την πορεία των ονείρων μας.

Των νεκρών ονείρων μας. Το φως της
ελπίδας, που δεν παράγεται
αυτούσιο, μα θέλει πια εμάς
για να μπορέσουμε να το οδηγήσουμε
στο κέντρο του ήλιου. Άπραγα
οδηγούνται οι εικόνες, η μια δίπλα
στην άλλη, η μια πίσω από την
άλλη, προς τον διθυραμβικό
αγώνα για επιβίωση.

Ανάγωγα οι αγώνες της
ματαιωμένης ηθικής προβάλουν
πίσω από τους σκοπούς
της πίσσας και της κοπριάς,
και ζέχνουν τον βρώμικο
αέρα της πόλης.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Αυτόβιο 2

Απόψε, να πιω λίγο
νερό από τα χείλη σου θέλω,
και μετά να αφεθώ
στις προσταγές σου.

Να νοιώσω την θέρμη των
ματιών σου καθώς με
καθηλώνουν με το μαγικό
σου βλέμμα,

και σε μυθικούς τόπους,
να χαθώ με μόνη μου παρέα
την θύμηση της
φωνής σου.

Απόψε, να λιώσω σαν
κερί στην ηδονή των χεριών
σου θέλω, να με πλανέψεις με
ιστορίες και με πειράγματα

να σμίξουν ατάραχες οι
μορφές μας, να χαθούν στην
κιβωτό της στιγμής και να
μας πάνε σε κόσμους αλλαγμένους.

Απόψε, να βουτήξω, γυμνός,
στων ματιών σου την ατελείωτη
θάλασσα θέλω, και να πνιγώ,
ανήμπορος να σου αγγίξω το χέρι.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Αυτόβιο

Απόψε να αγκαλιάσω το
θάνατο ποθώ και έρωτα να
του κάνω στης μαύρης νύχτας
μου το ακούσιο ξημέρωμα.

Με αίμα να χαράξω απ’
τις φλέβες μου το όνομα
μου στους σκοτεινούς σου
ανέμους. Και με φιλιά να

πλαγιάσω με το παγωμένο σου
νεκρώσιμο πένθος. Να σε χαϊδέψω
τρυφερά και με φως και με
δροσιάς χαιρετισμό να σε
υποδεχτώ, να σε νοιώσω

μέσα μου, να κυλάς, έτσι,
όπως μόνο εσύ ξέρεις, βαθειά μέσα
στο σώμα μου και με την λαχτάρα
που μόνο για σένα νοιώθω να

έρθω κοντά σου, απόψε θέλω
με θάνατο να χαράξω το
όνομα μου στην σκακιέρα της
πραγματικότητας, και με

δυό λέξεις να χαθώ
από την ύπαρξη, να
αγκαλιάσω την ανυπαρξία,
και να πλαγιάσω με

την αθανασία σου, θάνατε,
να σε χαϊδέψω με όλη μου
τη θέρμη και όλο μου τον
ενθουσιασμό. Είσαι πια τόσο
κοντά μου, το νοιώθω.

Σε βλέπω να πλησιάζεις, σε
ακούω σε κάθε μου σκέψη,
μυρίζω την θανατήλα σου
με κάθε μου ανάσα και
σε προσμένω σαν φιλαράκι

παιδικό, να έρθεις να σβήσεις
τους μαύρους κύκλους από τα
εικοσιδυάχρονα μάτια μου, να
έρθεις να σκοτώσεις τις σκέψεις

που κάνω για σένα από το
πρωί που ξυπνώ, σε προσμένω
σαν αστραπή, να ξαναδώσεις
ζωή στα νεανικά μου χρόνια

και να με λατρέψεις, να
με συμβουλέψεις, σαν στοργικός
πατριός, με μοίρα στα χέρια σου
και λιβάνι στον αιθέρα που

σε περιβάλλει, να μυρίζει
και να με πλανεύει στη
ζάλη της εθελουσίας εξόδου
μου, που το νοιώθω, … πλησιάζει..

Χωρίς τίτλο

Κρύβομαι βαθειά μέσα σου και
αφουγκράζομαι τις κοφτές
σου σπιθαμές αναπνοής.
Η φυγή σου σκαλίζει αργά
και ανάλαφρα τις στιγμές
μου. Και οι ανάγκες που
υποκύπτουν σε σένα.

Θυμός και ανακούφιση. Παραμιλητό
και μαρτύριο φυλακισμένων
ψυχών οι μικρές αθόρυβες
ιαχές των βουνών, οι άπληστες
μυθοπλασίες της φαντασίας,

μεγαλώνουν, και ανθίζει μέσα
τους ο σπόρος της ακολασίας.
Στις βρώμικες παρόδους, γεμάτες
γλίτσα και καπνό, η σαβούρα
της υποτιθέμενης ανθρωπότητας

έχει μαζευτεί, έχει μεταμφιεστεί σε
κλόουν, γελωτοποιοί, που χαζεύουν
το νου και τον πλανούν σε
εικόνες, σε οράματα θριάμβου και
καημού. Κλούβιες οι ιδέες
ζέχνουν το θάνατο.
Σπαρταράνε έτοιμες να
ψοφήσουν, μόνες, στον κάδο
των σκουπιδιών, και σεις

προσπαθείτε με όλη σας τη ζωή,
με την ευρηματικότητά σας όλη,
τεχνητές αναπνοές για να
τις φέρετε πίσω. Μα βρωμάνε.
Και φέρνουν μαζί τους τις
αρρώστιες των σκουπιδιών σας,
κουβαλάνε τα σκατά του μυαλού
σας και σεις δεν βλέπετε

τα σκουπίδια γιατί τα χετε
συνηθίσει για ζωή. Δεν μυρίζετε
το βόθρο που φτιάξατε γιατί είναι
μέσα σας. Απόβλητη η ζωή
προσπαθεί να επιβιώσει, μελανιασμένη
από τις μπουνιές που της
δίνετε με τα φλόρικα χέρια
σας.

Της σκουρόχρωμης νύχτας το
έλα επισκιάζουν οι σκέψεις,
ακροβατούν οι μοίρες με τα δώρα
της γέννας, μητριές ξοστρακισμένες
από το σκέπτεστε, αποφάσεις
του παρόντος θιάσου, και μοιρολατρικές
οι συγκυρίες που παίζουν

ολομόναχες στα απόκρημνα βράχια
της λογικής. Με πόνο στο
κεφάλι τις περιμένω να σακατευτούν
με αγωνία, να γίνουν χίλια
κομμάτια, σκονάκια και
χαμός. Να χαθούν
με μυτιές.

Σκόρπισαν στο ναδίρ των
ευχών μας, διαλύθηκαν
στο τώρα μας, ένα με τα
χρώματα του τόξου του
ουράνιου λαμπιρίζουν τώρα
ξεχασμένες και θρυμματισμένες.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Νεκρική σιγή…

Και πίσω από τις σκιές,
το βρόμικο πρόσωπο σου
φαίνεται ταραγμένο. Σαν
μόλις να πέθανε ένα
από τα δέκα πόδια
της ερήμου

που απλά
κοιτώντας από τον ουρανό
αγγίζει το απέραντο γαλάζιο
με την ανάσα της βροχής.

Όπως ο Μάιος φέρνει με
τις τελευταίες του στάλες, τον
ήλιο, καθαρίζοντας τον ορίζοντα
απ’ τη συννεφιά, έτσι και ο
Σεπτέμβρης φέρνει με τις
πρώτες του βροχές τα
πρώτα ποιήματα της λησμονιάς.

Χαζεύοντας τις ψυχές
του πελάγους να πέφτουν αργά
πάνω στο μελάνι, νοιώθω
τις υποψίες του κενού
να γεμίζουν τις
άπειρες στιγμές σιωπής.

Και μέσα στην βελούδινη
νυχτιά, το πεπρωμένο
των ψυχών αναρριχάται σαν
πυρωμένο σίδερο στο
καυτό μετάξι και ανασκαλίζει
τον πόνο της τρέλας των
νεκρών ψαριών…

Μα μια σταγόνα ανημποριάς
μένει χαραγμένη στο
κορμί σου. Αφού υποφέρει
το νεαρό σου κορμί
από τα απρόσμενα
μαχαίρια που το σκότωσαν
αργά και ύπουλα.
Μες στη νύχτα σου

πεθαίνεις μόνος και το
πρωί ξαναπεθαίνεις.

Βλάκωση

Όταν η ποίηση σιωπά,
τότε να ξέρεις, η ψυχή
σου κενή είναι. Όταν σε
δυό γραμμές μιλιάς φτωχή
μένει η σκέψη σου, τότε να
γνωρίζεις ότι οι προσπάθειες
τους έχουν πετύχει να σε
βλακώσουν.

Στα σκοτεινά δρομάκια του
Συντάγματος προσπαθεί αυτή
η μούσα να εκτονωθεί, προσπαθεί
η φωτιά της να κρατηθεί
ζωντανή. Και αυτή η φωτιά.
ξέρεις, δεν ανάβει με σπίρτα και
με κούτσουρα, το αντίθετο,

ανάβει με δάκρυα. Δάκρυα της
ψυχής, δάκρυα του κορμιού σου,
δάκρυα του κρεμασμένου σου εγώ.
Φόβος κυλά στις φλέβες σου, γιατί κενό
το μυαλό σου από τις αξίες της
πορεύεται σαν ακούσιο κινούμενο
όργανο. Ναι, είσαι διανοητικά παράλυτος,
και δεν πρόκειται ποτέ σου να
το καταλάβεις.

Περασμένες τρεις

Σκυμμένος, για ακόμη
μια φορά προσμένω
το μαρτύριο αυτό...
Περασμένες τρεις....

Προσπαθώ να βρω
τον εαυτό μου
και συ..

Κοιτάς μοναχά τον καθρέφτη
σου.

Ακούω μια μηχανή
πάλι σε κουβάλησαν
ως εδώ...

Σκέφτομαι πως δεν
θέλω να σε δω
να σε ακούσω
να σε μυρίσω,

αλλά εσύ...

τη σιωπή που τόσο
νοσταλγικά προσποιούμαι
τη διέλυσες με την

άθλια φωνή σου..

Σκυμμένος προσπαθώ να
νοιώσω κάτι άλλο
από απέχθεια, ίσως
λύπηση

μα τίποτα,

απλώς λίγο οι
παλμοί μου
αυξάνονται...

Τίποτα παραπάνω
είμαι κενός από
σένα...

Προσεύχομαι στον
άθεο θεό σου να
μην ανοίξεις τη
λευκή μου πόρτα,

κρύβομαι από σένα,
από μένα..

μη δεις πως δεν
κοιμάμαι..

Εκείνη η σιωπή
πλέον έχει μείνει
παραμύθι φάλτσο

και λυγμοί ενός
ζώου που
δεν αισθάνεται
τίποτα παρά
ευγνωμοσύνη για ένα χάδι.

Έχεις μπερδέψει τους ανθρώπους
με σκυλιά και τις
κραυγές της ψυχή
για αναστεναγμούς

λησμονιάς...

Ξανά έκλεισε η πόρτα,
άκουσα ένα μικρό
βαρύ ήχο...

Δεν σε έχω εδώ...
Δεν σε θέλω εδώ,

Κάπου είδα χτες λίγο
αίμα...

Σιχαίνομαι να σε κοιτάζω.

Άσε μου λεφτά και

Φύγε.