Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Χωρίς τίτλο

Δυό τρεις σταγόνες αίμα
σε παρακαλώ, στάξε στον
αέρα μου τριγύρω, για να
μπορώ να σε μισώ, για να
μπορώ να φύγω.

Του πάθους το κόκκινο και
των μορφών μας τα σύρματα,
ακουμπούνε τις σάρκες μας
και βάφονται ανεξίτηλα,
βάφονται με τις λέξεις, με
τους ήχους

που βγαίνουν ακατάληπτοι
ξανά από τα στόματα, σαν
ζωγραφιές, παιδιάστικα
αφημένες στο πάτωμα,
λόγια που φωνάζουν την
ζωή μας.

Λέξεις, κι άλλες αλλιώτικες,
και πιο πολλές απρόσιτες στα
αυτιά μας, μαυροφορεμένες και
πύρινες, καίνε τα σωθικά με τη
φωτιά τους. Μορφές απαράλλακτες
στις σκιές της νύκτας που
έχουμε φτιάξει μόνοι μας,

για εμάς. Τόσο είναι το αντίο μας.
Εκεί φτάνει το θέλω της ψυχής μας,
χαράζεται, δίχως χθες, δίχως το
αύριο που υποθετικά μας ανήκει,
και το φτιάχνουμε με τις μπογιές
μας, με το αίμα που σου ζητώ να
μου στάξεις τόσην ώρα στον αέρα
μου, στον αέρα μας.

Χάνω λεπτό το λεπτό την εικόνα
που μου θυμίζει εσένα, χάνω
σιγά σιγά την μυρωδιά του αγρίου
σου κορμιού αγκαλιάζω για
σένα τον αέρα, κενό, χάνω
λεπτό με το λεπτό τα άσχημα σου
μάτια που καυτά, διαχυτικά
πλέουν στον αιθέρα άμορφα.

Σφαδάζω με την μορφή σου
να κυλιέται συνεχώς στο μυαλό
μου, να μη μπορεί να κουνηθεί,
να φύγει από κοντά μας, να ξεχαστεί
στου τώρα και στου μετά μας την
παρακαταθήκη, να αποτοξινωθεί
από την μυρωδιά σου η ψυχή
μας, και να χαθώ, και πάλι σε
άλλη αγκαλιά, σε άλλη παραλία
έτοιμη να με πάρει με βία στο κύμα
της.

Δεν είναι τούτη η φορά που
με κάνεις να αποτρέπω το
βλέμμα μου από τους καθρέπτες
της ψυχής, δεν είναι η καρδιά
μου ετούτη που ποιεί του νου
τα υποχθόνια σχέδια, δεν είναι
αυτή.

Αυτή είναι εκεί, να αδυνατεί
χωρίς να μας διατάζει, να
αποκόπτεται από το σώμα το
πάσχων, και να πέφτει σε πηγάδια,
σε αποβάθρες, σε γκρεμούς
χαρισμένους με αγάπη,

από πολλούς σε λίγους,
από εμένα σε εμένα, στην
τραμπάλα της πραγματοποίησης,
στα απρόβλεπτα ανεβοκατεβάσματα
των περασμένων μας αιώνων.

Και το βήμα γίνεται προς τον
γκρεμό μας, προς τον ιπτάμενο
εμένα, τον βλέπω να χάνεται, να πέφτει,
και στον αέρα γύρο μας, οι
σταγόνες το αίμα κυλούν, δυνατά,
και πέφτουν μαζί, και ακουμπάνε
τα μάτια μας, το μέτωπό μας...

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

Ο Ήλιος

“Αξιότιμοι” Κύριοι(?) του ΠΑΣΟΚ,

Σας ενημερώνω πως, κατόπιν συγκλήτου που συντελέστηκε από την Διαγαλαξιακή Συμμαχία και μετά από την ακόλουθη εξεταστική επιτροπή σχετικά με την χρήση του συμβόλου της ζωής και την αιτία ύπαρξης του συνόλου του ανθρωπίνου είδους στον πλανήτη Γη (Ήλιος), σαν σύμβολο του κινήματος σας. Αποφασίστηκε, λοιπόν, μετά από δημοψήφισμα σε τυχαία επιλεγμένους πλανήτες του Ηλιακού και του ευρύτερου Γαλαξιακού μας συστήματος, η ολοκληρωτική απαγόρευση προς το ΠΑΣΟΚ να χρησιμοποιεί τον Ήλιο, σε οποιαδήποτε απόχρωση, σχήμα και υπόνοια.
Ο Ήλιος, έχει δοξαστεί από το σύνολο των πολιτισμών σε επίπεδο θεολογικό, καλλιτεχνικό, επιστημονικό διαχρονικά, με αποτέλεσμα να αποτελεί ένα από τα βαθύτερα νοήματα της ανθρώπινης Γήινης ύπαρξης. Η χρήση που υπόκειται αυθαίρετα από το ΠΑΣΟΚ, στα φυλλάδια, στις αφίσες του, και γενικότερα σε οποιαδήποτε έντυπη μορφή είναι παράνομη και καταχρηστική. Ο Ήλιος είναι παγκόσμιο σύμβολο της ελπίδας και της ζωής, δε μπορείτε κύριοι του ΠΑΣΟΚ να το εκμεταλλεύεστε έτσι προς ίδιων όφελος. Καλείστε λοιπόν, να το αποσύρετε άμεσα, διαφορετικά, θα νιώσετε την οργή μας.
Με επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος μας,

Η Διαγαλαξιακή Συμμαχία Ο Ήλιος

Της γνώσης τα σκαλιά

Χαμένοι άγαρμπα στα σκαλιά
της γνώσης, πεταμένοι από το
φως των κεριών που δίνουν
λίγο χρώμα στο βαθύ μας
μοβ, χαραγμένες οι σκιές της
πέτρας με δρόμους ανοξείδωτους
και με φατρίες ετοιμοπόλεμες.

Ένα, ένα, δύο, δύο. Τα μοχθηρά
σκαλοπάτια της γνώσης γίνονται
αιχμηρά. Κηδεύουν με την ουγκιά
τα πτώματα των ανεπίδεκτης μαθήσεως
μαθητάδων τους, και με λατρεία
και με χαμούς χάνονται στον
αιθέρα.

Τικ τακ το μοχθηρό ξημέρωμα,
τικ τακ τα απλωμένα βάθρα,
χάνουν την αξία τους σαν
γίνεται χρώμα τους το μοβ μας.
Κερδίζουν λίγο από την δόξα
των αιθέρων μας, από την σπιθαμή
της μορφής σου.

Επιτακτική είσαι ξανά,στα
βάθρα, στις εξέδρες, στα έδρανα των
γνωστικών, και οι γνωστικοί
και οι μη, έχουν χάσει την γνώση
πια να σε αναγνωρίζουν, και οι
γνωστικοί και οι μη, σαν μυρίσουν
λίγο από την παλιά σου
δύναμη, το αίμα τους, το γονίδιο
ξυπνά, αναστατώνεται, μα δεν
θυμούνται πως να σε χειριστούν,
τι είσαι..

Στα ρουθούνια μας οι φλόγες
των φρονούντων και στα χέρια
μας οι πληγές των αντιφρονούντων
πέφτουν και τα δυό μαζί με φόρα
στα κεφάλια μας, τα πλευρά μας.

Χαράσσεται η πορεία της αύρας
σου, δίχως να την έχεις επικαλεστεί.
Χαρίζεται η θύμησης σου, χωρίς να
μπορείς να την ανταμώσεις ξανά.

Και μια μπροστά στα ασήμαντα
της μέρας, και δυό πίσω στα
βάρβαρα της ώρας, των καιρών. Την
ματιά σου κρύβεις από τον
ήλιο, και τις ώρες που περνάνε
χαζεύεις στην σχεδιασμένη σου
παλάμη από το χθες. Για να αντικρίσεις
σημάδια όμοια με του τότε.

Τα μάτια τσούζουν, μα δεν
ξέρεις που να προσευχηθείς,
αν προσευχηθείς, τότε θα είσαι
σίγουρα το ίδιο, και χειρότερα
από πριν. Το βλέμμα χάνεται
στο μπλε, γίνεται αέρινο
δεν θωρεί θεούς και μεγαλεία,
θωρεί την λαμπρότητα της ζωής,
τον ήλιο, την φωτιά του.

Και μετά κοιτάζει χάμω,
μπροστά, ευθεία, για να
γνωρίζει που να πάει. Για να
τα καταφέρει να σταθεί δίχως
συμπόνια δίχως ελεημοσύνη,
μοναχά με την μνήμη
του πυρός, μοναχά με την
ωδή του Κάλβου , αντίθετα
σε θεούς και βασιλιάδες.

Δε χωρίζεται η ζωή σε
δύο όμορφα ζωγραφισμένα λόγια.
Ούτε δίδεται χωρίς τον πόνο
της, ούτε βρίσκεται στην σφαίρα μια
αόρατης μαρτυρίας. Μέσα μας, δίπλα μας,
πάνω μας, διδάσκεται η άγνοια,
η ημιμάθεια των καιρών μας,
χάνεται η γνώση από το
μηδέν στο ένα σε ένα βλεφάρισμα
των ματιών που προσποιούνται
πως βλέπουν ελεύθερα, που φοβούνται
από λίγο παραπανίσιο φως.

Από τα δάκρυα, που δεν είναι
πόνου, μήτε φόβου, είναι
δάκρυα ελευθερίας, δάκρυα δέους για
τον ίδιο σου τον εαυτό, αυτά είναι
δάκρυα! Όχι τα άλλα, τα κροκοδείλια,
δικά μου, δικά σου, δικά του,
δικά μας...

Χάσιμο...

Χαμένο μέσα στα σύννεφα
σκόνη βουβής κροτίδας
που αποθεώνεται και χάνεται,
μέσα σε στιγμές άλογες.

Του ψεύδους, της αγωνίας
και των παραλλήλων
θεάσεων, τα σημάδια
χάνονται, και φαίνονται,
όλο και πιο καυτά.

Αλλότρια τα αρώματα για
πόνο που παράγεται
σκυφτά, πάνω από τα σιδερένια
κιγκλιδώματα,, πάνω από τα
μαλωμένα πτώματα που
χάνονται και βρίσκονται, ακολουθώντας
πάντοτε την ίδια
προοπτική,

της φυγής και του
χαμού. Ακολουθώντας πάντοτε
τις ίδιες πορείες, ολοκλήρωση της
φυγής, απώλεια των στιγμών.
Λύτρωσης, που δεν έρχεται,

όσο δυνατά και αν την ποθείς,
όσο τρυφερά και αν την περιμένεις,
άγνωστα βήματα, άγονες
πραγματικότητες του ίδιου
αντικειμένου, προβάλουν
μουντά.

Σκίζουν τον τόπο και
τον χρόνο των
στιγμών αυτών, κρύβονται
στην μνήμη, χαράσσουν με βία
την πορεία των ονείρων μας.

Των νεκρών ονείρων μας. Το φως της
ελπίδας, που δεν παράγεται
αυτούσιο, μα θέλει πια εμάς
για να μπορέσουμε να το οδηγήσουμε
στο κέντρο του ήλιου. Άπραγα
οδηγούνται οι εικόνες, η μια δίπλα
στην άλλη, η μια πίσω από την
άλλη, προς τον διθυραμβικό
αγώνα για επιβίωση.

Ανάγωγα οι αγώνες της
ματαιωμένης ηθικής προβάλουν
πίσω από τους σκοπούς
της πίσσας και της κοπριάς,
και ζέχνουν τον βρώμικο
αέρα της πόλης.